Με οδηγό τα κουβάρια των νημάτων ταξίδευαν νοερά παντού στις αγορές της Σουηδίας και της Ευρώπης. Η δημιουργία τους αυτή έμοιαζε με γιορτή. Μια γιορτή που υμνούσε την αξία της ζωής, τη σπουδαιότητα της προσπάθειας, την ομορφιά της δημιουργίας και της δημιουργικότητας» τόνισε το μέλος του Συλλόγου Βλατσιωτών Λάρισας Νέλλη Βασβατέκη, προλογίζοντας την προβολή της ταινίας «Υφάντρες».
Η βραβευμένη ταινία «Υφάντρες» του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου προβλήθηκε χθες το μεσημέρι στην κατάμεστη αίθουσα εκδηλώσεων του Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου Λάρισας «Γιώργος και Λένα Γουργιώτη» σε μια εκδήλωση που συνδιοργάνωσαν, το Λαογραφικό Μουσείο και ο Σύλλογος Βλατσιωτών Λάρισας αναδεικνύοντας την παραδοσιακή τέχνη της βλατσιώτικης υφαντικής με αφορμή και την πρωτοβουλία σουηδικής ανθρωπιστικής οργάνωσης να επενδύσει στη Βλάστη πάνω στη χειροτεχνία και στην παραδοσιακή υφαντουργική γνώση, ιδρύοντας εργοστάσιο.
Η εκδήλωση άνοιξε με χαιρετισμό που απηύθυναν ο αντιδήμαρχος Πολιτισμού του Δήμου Λαρισαίων Θωμ. Ρετσιάνης και ο αντιπρόεδρος του Μουσείου Αρ. Καρτσαφλέκης. Με την πρόεδρο του Συλλόγου Βλατσιωτών Κατερίνα Παλαιού στον χαιρετισμό της, αφού αναφέρθηκε στη σουηδική οργάνωση «ΙΜ», να σημειώνει μεταξύ άλλων πως «μετά από 25 χρόνια παρουσίας στη Βλάστη η ΙΜ αποφάσισε να αποχωρήσει. Το εργοστάσιο αν και εγκαταλείφθηκε πριν από 36 χρόνια παραμένει αλώβητο με τους αργαλειούς σε λειτουργία και γεμάτο νήματα». Για να ευχαριστήσει για τα υφαντά που έφεραν από τα σπίτια τους στη Βλάστη οι κυρίες, Βακατάρη Ειρήνη, Βάνη Ασπασία, Βασβατέκη Νέλλη, Κολοβέτσιου Ελευθερία, Κολοβέτσιου Θεοδώρα, Παλαιού Τάνια, Τζαφέτα Γίτσα, Τζιουμάκη Αικατερίνη.
Η διευθύντρια του Λαογραφικού Μουσείου Φανή Καλοκαιρινού με ομιλία της αναφέρθηκε στο θέμα «Η παραδοσιακή υφαντική ως μοχλός για την ανάπτυξη της σύγχρονης πολιτιστικής δημιουργίας». Για να τονίσει μεταξύ άλλων ότι «εστιάζοντας στο όλο εγχείρημα της λειτουργίας της μονάδας παραγωγής υφαντών που λειτούργησε στη Βλάστη για 25 χρόνια, είναι φανερό πως αποδεικνύει πως οποιαδήποτε προσπάθεια δημιουργικής αξιοποίησης της ζώσας κληρονομιάς της μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Το σουηδικό πρέπει να αποτελεί παράδειγμα για τις σύγχρονες κοινωνίες καθώς η χειροτεχνία μπορεί να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης της τοπικής οικονομίας κυρίως μέσα από τη σύνδεσή της με προγράμματα μαθητείας και κατάρτισης, πιστοποίηση, οικονομικά κίνητρα, ενίσχυση των χειροτεχνικών μονάδων, διασύνδεση της παράδοσης με το σήμερα. Η παραδοσιακή χειροτεχνία σε ένα σύγχρονο πλαίσιο, με πάντρεμα της τεχνολογίας και των παραδοσιακών εργαλείων, των παραδοσιακών μοτίβων και του σύγχρονου design. Κι αυτό φυσικά να φέρει ένα οικονομικό αποτύπωμα. Επίσης μπορεί να υπάρξει σύνδεση παραδοσιακών τεχνικών και τεχνογνωσιών με τη μόδα και χρήση υλικών με οικολογικό πρόσημο (βιώσιμη μόδα), στον αντίποδα της μόλυνσης του περιβάλλοντος και της κλιματικής αλλαγής. Αναβίωση τεχνικών αρχικά σε επίπεδο οικοτεχνίας κι έπειτα εξέλιξη σε συνεταιρισμούς, επιχειρήσεις σε διάφορες μορφές ώστε να προκύπτουν ολοένα και πιο καλά αποτελέσματα ποιοτικά αλλά και ποσοτικά. Με σωστή οργάνωση, θα προκύψουν νέες θέσεις εργασίας μέσω της ανάπτυξης ολοκληρωμένων αλυσίδων προστιθέμενης αξίας, από τη βιώσιμη αξιοποίηση και επεξεργασία φυσικών πρώτων υλών έως τις εξαγωγές, οδηγώντας σε ουσιαστική, πολιτιστική, κοινωνική και οικονομική αναζωογόνηση της τοπικής κοινωνίας».
Με την κ. Καλοκαιρινού να καταλήγει σημειώνοντας πως «είναι γεγονός πως τα τελευταία χρόνια, η ελληνική χειροτεχνία είχε απαξιωθεί και οι Έλληνες χειροτέχνες αδυνατούσαν να διατηρήσουν βιώσιμες επιχειρήσεις χωρίς τα απαραίτητα εργαλεία. Με ολοκληρωμένο προγραμματισμό και ορθή στρατηγική, η ελληνική χειροτεχνία διαθέτει όλες τις προοπτικές να εξελιχθεί και να αποκτήσει σημαντική αναπτυξιακή δυναμική».
Την ταινία προλόγισε το μέλος του Συλλόγου Βλατσιωτών Λάρισας Νέλλη Βασβατέκη, κάνοντας αρχικά ιστορική αναδρομή, στο 1963 όταν μια ανθρωπιστική οργάνωση της Σουηδίας αποφάσισε να αξιοποιήσει την πλούσια υφαντική παράδοση της Βλάστης και να προσφέρει δουλειά στις γυναίκες του χωριού, δημιουργώντας ένα κέντρο υφαντουργίας.
Για να υπογραμμίσει ότι «η ύφανση απαιτούσε προσήλωση και οι υφάντρες της Βλάστης έπρεπε να είναι προσηλωμένες στο έργο τους. Οι ώρες εργασίας, η προσήλωση και η πίστη ότι με το έργο τους συμβάλλουν «στην ομορφιά του κόσμου» δημιουργούσαν μια συνθήκη ιεροτελεστίας, την αίσθηση ότι εκτελούσαν μια ιδιαίτερη αποστολή.
Μετά από 25 χρόνια η σουηδική ανθρωπιστική οργάνωση αποφάσισε πλέον να αποχωρήσει. Στις 31 Μαρτίου 1988 το κέντρο υφαντουργίας παραχωρήθηκε επίσημα στην κοινότητα με την ελπίδα να συνεχίσει σε συνεταιριστική βάση. Όμως οι αργαλειοί δεν ξαναλειτούργησαν από τότε, το σουηδικό δεν ξαναλειτούργησε ποτέ. Σήμερα οι αργαλειοί, τα νήματα στην ανεμώνη, τα πολύχρωμα κουβάρια, η σουηδική σημαία δίπλα στην ελληνική, αφήνουν μια γλυκόπικρη γεύση».
Για να καταλήξει σημειώνοντας ότι στο ντοκιμαντέρ ο σκηνοθέτης μπαίνει στους χώρους του εργοστασίου «μαζί με τις υφάντρες και μας ταξιδεύει στις δεκαετίες του 60, του 70 και του 80 γυρίζοντας το χρόνο πίσω και μας ενημερώσει για μια τέχνη που δυστυχώς αποτελεί ανάμνηση». Στο ντοκιμαντέρ καταγράφεται πως «όλες σχεδόν οι γυναίκες γνώριζαν να γνέθουν και να υφαίνουν, υπήρχε ένας σχεδιαστικός πλούτος σε υφαντά καθημερινής χρήσης. Επίσης οι μεγαλύτερες γυναίκες γνώριζαν την τεχνική βαφής των νημάτων με φυτικά χρώματα. Η παρουσία του σουηδικού εργοστασίου υπήρξε καταλυτική όχι μόνον για την οικονομική και κοινωνική πορεία της νεότερης Βλάστης, αλλά και για την υπαρξιακή της οντότητα.
Κατασκευάζονταν και εξάγονταν υφαντά για τον ατομικό και οικιακό ρουχισμό από το μαλλί και την παραδοσιακή τέχνη της βλατσιώτικης υφαντικής» και πως στη Στοκχόλμη γίνονταν επιδείξεις μόδας με υφαντά από τη Βλάστη. Σημειώνεται τέλος ότι στον χώρο του Λαογραφικού Μουσείου λειτουργεί έκθεση με υφαντά της Βλάστης.