Παθόντες ήταν τέσσερα μέλη της Ο.Ε., οι οποίοι, όπως κατέθεσε χθες εις εξ αυτών το 2007 «αποφασίσαμε να ενταχθούμε στον αναπτυξιακό νόμο» (ν. 3299/2004) και έτσι ήρθαν σε επαφή με την κατηγορουμένη, με την οποία και συνεργάστηκαν για να αποδειχθεί εκ των υστέρων ότι από τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς «έβγαλαν φτερά» 288.000 ευρώ.
«Μας πήγε Σάββατο» στην τράπεζα τόνισε ο πρώτος των παθόντων, ενώ την «ευχέρεια» της κατηγορουμένης «με τις τράπεζες» περιέγραψε στην κατάθεσή της και έτερη παθούσα. Ο Λαρισαίος επιχειρηματίας και παθών πρόσθεσε ότι πείστηκαν από τις υποδείξεις της οικονομολόγου και προέβησαν στη λήψη δανείου, μεταφέροντας τα χρήματα σε άλλη τράπεζα και στον λογαριασμό της Ο.Ε., προκειμένου να πειστεί η Περιφέρεια για την οικονομική ευμάρεια της εταιρείας και την εντάξει στο πρόγραμμα. Τονίστηκε, όπως κατέθεσε ο παθών, ότι από τα χρήματα του προγράμματος θα εξοφλούσαν στη συνέχεια τα δάνεια.
ΟΙ ΜΕΤΟΧΕΣ ΣΤΗ ΝΕΒΑΔΑ
Η υπόθεση αποκαλύφθηκε όταν «στην Περιφέρεια μας είπαν ότι δε θα εγκριθεί το πρόγραμμα αν δεν έχετε το χαρτί από την τράπεζα», καθώς ο φάκελος υπαγωγής της Ο.Ε. στον νόμο δεν ήταν πλήρης, καθώς δεν περιλάμβανε τις βεβαιώσεις πιστωτικών ιδρυμάτων. Ο παθών πρόσθεσε ακόμη ότι «από την Τράπεζα μάς ρώτησαν τι είναι αυτές οι μετοχές στη Νεβάδα. Έτσι ψυλλιαστήκαμε ότι κάτι δεν πάει καλά» και διαπιστώθηκε ότι «οι τραπεζικοί μας λογαριασμοί ήταν άδειοι και τα χρήματα από τα δάνεια μεταφέρθηκαν» σε άλλον λογαριασμό.
Ο παθών αποσαφήνισε ακόμη πως «οι τραπεζικοί υπάλληλοι, πέρα από την υπογραφή της σύμβασης, δε μας είδαν ποτέ και το έχουν καταθέσει». Η κατηγορούμενη όταν αποκαλύφθηκε η δράση της «μας είπε ότι θα τα επιστρέψει» και πως υπέγραψε σύμβαση αναγνώρισης χρέους.
Σημειώνονται πως στην πρωτόδικη απόφαση περιγράφονται αναλυτικά τα αποδεικτικά ανάληψης με τα οποία η κατηγορούμενη στην ένδειξη «υπογραφή πελάτη» έθεσε κατ’ απομίμηση την υπογραφή των θυμάτων της και κάνοντας χρήση αυτών των εγγράφων ανέλαβε χρηματικά ποσά τα οποία μεταφέρθηκαν στον λογαριασμό της αδελφής της οικονομολόγου, η οποία πρωτόδικα είχε επίσης κριθεί ένοχη.
Μετά και τις καταθέσεις και άλλων μαρτύρων, η οικονομολόγος στην απολογία της αρνήθηκε την κατηγορία. Ο εισαγγελέας της έδρας χαρακτηρίζοντας όψιμους τους ισχυρισμούς περί μη πλαστογραφίας παρατήρησε ότι «η ίδια η κατηγορούμενη έχει παραδεχθεί εγγράφως» (σ.σ. την αναγνώριση χρέους), για να καταλήξει τονίζοντας ότι «κατ’ εμέ τελέστηκε το αδίκημα, το Δικαστήριο δεν έχει άλλα περιθώρια από το να την κηρύξει ένοχη» για το αδίκημα της πλαστογραφίας, ενώ πρότεινε την απαλλαγή της για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων.
Το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Λάρισας υιοθετώντας την εισαγγελική πρόταση έκρινε αθώα την κατηγορούμενη για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων και την έκρινε ένοχη για το αδίκημα της πλαστογραφίας με χρήση, ενώ αναγνωρίζοντας ελαφρυντικό τής επέβαλε ποινή φυλάκισης 4 ετών (με τριετή αναστολή) έναντι ποινής πολυετούς κάθειρξης πρωτόδικα.
Σημειώνεται πως κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Λάρισας, λόγω παραγραφής του αδικήματος, έπαυσε οριστικά τη δίωξη κατά της αδελφής της οικονομολόγου.
Β. ΚΑΚΑΡΑΣ