Χαρακτηρίζεται από τη γνωστή επιζήμια αντίληψη «κόστους - οφέλους», αφού συσχετίζει τις αναγκαίες αντιπλημμυρικές υποδομές με το κόστος των ζημιών που ενδέχεται να προκύψουν. Το σύνολο των έργων και των υποδομών που προτείνονται εντάσσονται «στις πολιτικές και τις προτεραιότητες για κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη της περιοχής», που τελικά σημαίνει την προώθηση των σχεδίων των επιχειρηματικών ομίλων πάνω στο έδαφος της καταστροφής, την εφαρμογή των οδηγιών και αποφάσεων της ΕΕ και της ΚΑΠ, όλων δηλαδή των αναδιαρθρώσεων που έχουν ήδη οδηγήσει στη χειροτέρευση του συνόλου της ζωής του λαού. Την ίδια στιγμή αναφέρονται σε αναδιάρθρωση στη γεωργική παραγωγή με μείωση των “υδροβίων” καλλιεργειών, μείωση καλλιεργήσιμων εκτάσεων, αφού θα πρέπει κάποιες να πλημμυρίζουν, όταν εμφανιστεί μελλοντικά ένα άλλο ανάλογο φυσικό φαινόμενο, ενώ οι αγροτοκτηνοτρόφοι θα πρέπει να συνηθίσουν σε πλημμυρικά φαινόμενα. Μάλιστα η μελέτη επιρρίπτει την ευθύνη για τα προβλήματα επάρκειας νερού στους ίδιους τους αγρότες, τους οποίους έμμεσα απειλεί με μέτρα, αθωώνοντας τη διαχρονικά ασκούμενη κυβερνητική πολιτική.
Για την αντιπλημμυρική προστασία προτείνει έργα αποσπασματικής διαχείρισης των πλημμυρών με κατασκευή κυρίως φραγμάτων ανάσχεσης, αντί της ολοκληρωμένης διαχείρισης των υδάτων, χειμάρρων, ρεμάτων, ποταμών κ.λπ. Η μελέτη προτείνει επίσης τη δημιουργία ενός φορέα διαχείρισης των υδάτων, στο πνεύμα και των κυβερνητικών εξαγγελιών για δημιουργία Ανώνυμης Εταιρείας διαχείρισης των υδάτων της Θεσσαλίας, στην οποία θα εκχωρηθούν όλες οι αρμοδιότητες: από τη στρατηγική της διαχείρισης, την εκπόνηση μελετών και κατασκευής έργων, την παρακολούθηση της ποιότητας και της ποσότητας των υδάτων, της έρευνας, μέχρι τον έλεγχο και την εφαρμογή των αντιλαϊκών οδηγιών της ΕΕ για το νερό, την “πράσινη” και “ευφυή” γεωργία, που θα επιταχύνει το ξεκλήρισμα των βιοπαλαιστών αγροτοκτηνοτρόφων, τη συγκέντρωση γης και παραγωγής, την ένταση της εμπορευματοποίησης των υδάτων και την αύξηση του κόστους άρδευσης και ύδρευσης. Η στρατηγική μελέτη είναι τέλος αποκαλυπτική ως προς την ανάγκη αντιμετώπισης της λαϊκής οργής αφού επισημαίνει ότι «επειδή ο κίνδυνος για λαϊκές εξεγέρσεις είναι ευρέως διαδεδομένος μεταξύ των αγροτών σε όλη την Ευρώπη» και «οι αγρότες είναι πιο επιρρεπείς στο να εκφράζουν την οργή τους», προτείνει ότι «για να αποτραπεί η μετατροπή των διαμαρτυριών σε εξέγερση, να υιοθετηθεί προληπτική προσέγγιση και να διεξάγεται εποικοδομητικός διάλογος που να οδηγεί σε παραγωγικές αποφάσεις», όπως δηλαδή εννοεί την υποταγή και τη μαζική ενσωμάτωση των αγροτών του θεσσαλικού κάμπου, αλλά και όλου του λαού, στην αντιλαϊκή πολιτική των αστικών κυβερνήσεων και της ΕΕ. Το ΚΚΕ έχει καταθέσει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο προτάσεων με κριτήριο την ικανοποίηση των αναγκών και την πραγματική προστασία του λαού. Θα συνεχίσουμε να παλεύουμε στην πρώτη γραμμή του αγώνα, για την πλήρη αποκατάσταση των ζημιών και την ανατροπή του σχεδιασμού της κυβέρνησης και της ΕΕ, που δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει τις αιτίες των συνεχιζόμενων καταστροφών στη Θεσσαλία και που θα συνεχίσει να υπονομεύει τη λαϊκή περιουσία και την ίδια τη ζωή του λαού».