Ο Ζαχαρίας ή αλλιώς Ζάχος, όπως τον φώναζαν και οι φίλοι του, διατηρούσε ένα καθαριστήριο στην Αθήνα, όταν στα 43 του έκρινε πως τα πράγματα δεν πήγαιναν έτσι όπως τα ήθελε. Πήρε, λοιπόν, την απόφαση να κάνει μια τελείως διαφορετική στροφή, επιστρέφοντας στα πάτρια εδάφη, άνοιξε μια καντίνα, που από τη δεκαετία του ‘70 στην Ελλάδα τις είχε δει να κάνουν την εμφάνισή τους στην πρωτεύουσα.
Το 1986 τη στήνει στην Κάτω Αιγάνη, λίγο πριν τη στροφή για τα Μεσάγγαλα. Μετά από λίγο χρονικό διάστημα τη μεταφέρει στο ύψος της στροφής για τον Πυργετό. Στην είσοδο του χωριού του δηλαδή.
«Ερχόταν στις 6.30 κάθε πρωί και γυρνούσε σπίτι μία και δύο ώρες μετά τα μεσάνυχτα» θυμάται η κόρη του Αλεξάνδρα. Το τρίτο παιδί της οικογένειας, αφού προηγήθηκαν οι Δημήτρης και Παναγιώτης. «Ήθελε πάντα να κάνει το καλύτερο δυνατό για την οικογένειά του και γι’ αυτό την αγάπησε την καντίνα».
Μα φαίνεται πως και γι’ αυτό αγαπήθηκε τόσο πολύ απ’ όλους. Στις καλές εποχές του δρόμου, όταν λειτουργούσε με μεγάλη κίνηση ως Εθνική Οδός Αθήνας – Θεσσαλονίκης, αν περνούσε κάποιος από το σημείο έβλεπε ουρές από φορτηγά και Ι.Χ. παρκαρισμένα. Επαγγελματίες και μη, οδηγοί που ήθελαν να χορτάσουν λίγη από την πείνα τους. Εκδρομείς από τα παράλια που επέστρεφαν στη Λάρισα. «Αθηναίοι» που είχαν ακούσει για τις λιχουδιές της καντίνας αυτής. Τραγουδιστές, ηθοποιοί, επώνυμοι πολιτικοί. Όλοι σταματούσαν για ένα στο «χέρι». Γρήγορο ναι, πρόχειρο ποτέ όμως...
«Μπιφτέκι και λουκάνικο σε ψωμάκι είναι αυτό που αγαπούσε πάντα ο κόσμος και συνεχίζει να τα τιμά. Μα δεν είναι μόνο αυτά. Είναι και το μπριζολάκι και το σουβλάκι» μας λέει η Αλεξάνδρα που μαζί με τον σύζυγό της Στέλιο Καρπούζα είναι οι συνεχιστές της επιχείρησης. Για το αν υπάρχει κάποιο μυστικό, εξηγεί ότι «όλα είναι θέμα φρεσκάδας των προϊόντων. Κάθε μέρα το κρέας από τα γύρω χωριά, κάθε πρωί τα ψωμάκια από τον φούρνο, οι πατάτες καθαρισμένες και κομμένες στο χέρι, οι ντομάτες φρεσκοκομμένες και φυσικά ακόμη και τη ρίγανη τη μαζεύουμε από γύρω». Τι άλλο να ζητήσει κάποιος όταν τα δαγκώνει και κοιτάζει τη θέα των Τεμπών κάτω από τη δροσιά των πλατάνων;
Μα ο Ζάχος δεν είναι πλέον στη ζωή. Έφυγε πριν από 5 χρόνια, αλλά το όνομά του είναι εκεί σαν «θρύλος». Σαν μια από τις αναμνήσεις της Παλιάς Εθνικής Οδού. Των παλιών καλών συνηθειών.
«Το 1986 εδώ ήταν ερημιά και δεν υπήρχαν οι ανέσεις που υπάρχουν σήμερα. Ούτε ρεύμα να σκεφτείς ούτε νερό. Όλα μόνος του τα πάλευε ο πατέρας μας, ο Ζάχος. Μέσα στη ζέστη χωρίς αιρκοντίσιον και επικοινωνία». Περίμενε να σταματήσουν οι οδηγοί για να ανταλλάξει μερικές κουβέντες, να τους ετοιμάσει κάτι να φάνε. Να δροσιστούν και να φύγουν. Σαν μια «όαση» στην έρημο της Εθνικής Οδού.
Όσο περνούσαν τα χρόνια άνοιξαν κι άλλες καντίνες σε όλο το μήκος του δρόμου, μέχρι που μια στιγμή έγιναν και μόδα πλέον σε όλη τη χώρα. Όπως σε όλο τον κόσμο δηλαδή. Άλλαξαν τα δεδομένα και αναβαθμίστηκαν.
Το ίδιο και η καντίνα του Ζάχου. Ανανεώθηκε τεχνολογικά, μα αυτό που κράτησε απαράλλαχτο είναι τη φιλοσοφία του φρέσκου, απευθυνόμενο προς όλα τα κοινωνικά στρώματα. Γι’ αυτούς με τα κάμπριο και για τους εργάτες. Στον Ζάχο είναι όλοι ίσοι.
«Μα πλέον έχουμε βάλει στα σκαριά και κάτι για τη Λάρισα. Ένα κατάστημα με τη φιλοσοφία της καντίνας μας» λέει η Αλεξία, κρατώντας την κόρη της και εγγονή του Ζάχου, Ζαχαρίτσα.
Η παράδοση συνεχίζεται δηλαδή...