Ο λόγος για το έργο διαμόρφωσης του Παλιού Δημοτικού Κοιμητηρίου Λάρισας, σε τόπο μνήμης και ιστορίας, που αποτελεί μια πρόταση του αντιδημάρχου Πολιτισμού, κ. Πάνου Σάπκα. Ήδη δρομολογείται η υλοποίησή του, με τη σύνταξη μελέτης, που θα κατατεθεί προς έγκριση χρηματοδότησης στο πρόγραμμα «Αντώνης Τρίτσης» του Υπουργείου Εσωτερικών, στον άξονα «Παιδεία, Πολιτισμός, Τουρισμός και Αθλητισμός», για δράσεις και έργα στο πλαίσιο της συμπλήρωσης 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση του 1821.
«Η αξιοποίηση του Παλιού Κοιμητηρίου σε τόπο ιστορίας και μνήμης, με τον πλούτο των ταφικών έργων σπουδαίων καλλιτεχνών, είναι σεβασμός στην ιστορία είναι κέρδος στη μνήμη…», δηλώνει στην «Ε» ο αντιδήμαρχος Πάνος Σάπκας, ερωτηθείς για το σκεπτικό και συνεχίζει: «Θα είναι ένα έργο που παράλληλα θα αναδεικνύει τη σημασία της ανθρώπινης φύσης, και τον σεβασμό στη μνήμη, στα έργα και στις ημέρες των ανθρώπων που έκτισαν το πρόσωπο της Λάρισας.
Τάφο στον τάφο, μάρμαρο στο μάρμαρο, ψηφίδα στην ψηφίδα, ζωντανεύει η ιστορία της Λάρισας κι όχι μόνο, η απελευθέρωσή της, ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος, ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος, οι βομβαρδισμοί, μνήμες και ονόματα...».
Η ιστορία του Κοιμητηρίου ξεκινά πριν το 1881, μας λέει ο κ. Σάπκας και επισημαίνει: «Το 1881 στις 31 Αυγούστου, η Λάρισα και η μισή Θεσσαλία, απελευθερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό μετά από αιώνες τούρκικης σκλαβιάς.
Η υπόλοιπη Θεσσαλία, μετά τους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913.
Με την απελευθέρωση της Λάρισας, Τούρκοι τσιφλικάδες, αποφάσισαν να πουλήσουν τις τεράστιες εκτάσεις τους και να μετοικήσουν στην Τουρκία.
Μ’ αυτόν τον τρόπο η Λάρισα έγινε πόλος έλξης πλουσίων ομογενών από Αίγυπτο, Σουδάν, Ρουμανία, Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι αγόρασαν τα τσιφλίκια και δημιουργήθηκε μία νέα αστική τάξη.
Αφού έχτισαν τα πλούσια αρχοντικά τους, με όλες τις ανέσεις της εποχής, σκέφτηκαν και την τελευταία τους κατοικία. Έτσι δημιουργήθηκε το Δημοτικό Κοιμητήριο της Λάρισας, έξω από τον ιστό της πόλης κι άρχισε η λειτουργία τους στις αρχές της δεκαετίας του 1890, αν και υπάρχουν και ταφές πριν από το 1881.
Η νέα αστική τάξη, σ’ αυτόν τον χώρο, που αναχαιτίζεται η ροή του χρόνου, όταν ο θάνατος άρχισε να χτυπάει την πόρτα τους, δημιούργησαν τους οικογενειακούς τάφους, για να δεχτεί η γη τα προσφιλή πρόσωπα που «έφυγαν». Απευθύνθηκαν σε μεγάλους γλύπτες της εποχής και στα εργαστήριά τους, για να στολίσουν τους τάφους των προσφιλών τους προσώπων.
Μπορεί οι νεκροί, οι ψυχές να είχαν απογειωθεί προς το φως της μεταθανάτιας ζωής, ένα φως που δεν ρίχνει ίσκιο, ο τάφος όμως, διακοσμημένος με περίτεχνους σταυρούς, αγγέλους, λήκυνθους, ρίχνει το φως του και προκαλεί τον θαυμασμό, τη θλίψη, το δάκρυ, γι’ αυτούς που έφυγαν πολύ πρόωρα».
ΕΡΓΑ ΧΑΛΕΠΑ, ΦΙΛΟΛΑΟΥ, ΝΤΑΗ…
«Στο Δημοτικό μας Κοιμητήριο έχουμε αγάλματα και έργα από μεγάλους γλύπτες, όπως ο Χαλεπάς, ο Μπονάνος, ο Καπράλος, ο Τόμπρος, ο Απάρτης, ο Φιλόλαος, ο Νικόλας, ο Θωμόπουλος, ο Γεωργίου, ο Γεντέκος, η Γκόλαντα, η Γρουσοπούλου, ο Νταής, ο Σαμαράς, κ.ά.» αναφέρει ο αντιδήμαρχος, σημειώνοντας παράλληλα πως «εκτός από τα έργα των επώνυμων γλυπτών νεκρικών μνημείων, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα έργα που φιλοτέχνησαν λαϊκοί μαρμαρογλύπτες με όλη την ευρηματικότητα και τον συναισθηματισμό που αποτυπώνουν, εκφράζοντας τους δεσμούς αγάπης των συγγενών.
Όμως ανάμεσα στους επώνυμους και ανώνυμους τάφους, υπάρχουν κι εκείνοι που μισοσβήστηκαν οι επιγραφές, ράγισαν τα μάρμαρα, φύτρωσαν χόρτα στα διάκενα, εκείνοι που φιλοξένησαν κι άλλους οιωνούς.
Καντήλια, σβηστά μαζί με τις μνήμες…
Η δημιουργία ενός χώρου μνήμης, προσεγγίζει αυτά τα γλυπτά, τα μάρμαρα που μπορούν να “μιλήσουν”…».
Σύμφωνα με τον Πάνο Σάπκα, η μελέτη του έργου δρομολογείται σε συνεργασία με τον αρμόδιο αντιδήμαρχο Τεχνικών Εργων, Γιώργο Σούλτη.
Εξηγεί δε, πως η δημιουργία ενός τέτοιου χώρου, δε σημαίνει και την παύση λειτουργίας των οικογενειακών τάφων.
ΚΑΙΝΟΤΟΜΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ
Αναμφίβολα η εν λόγω πρόταση αποτελεί ένα καινοτόμο πολιτιστικό προϊόν, που εναρμονίζεται απόλυτα με όσα προβλέπει η πρόσκληση για την ανάδειξη του ιστορικού έπους μέσω έργων και δράσεων, στο πλαίσιο της συμπλήρωσης 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Το έργο αξιοποιεί τεκμήρια της σημαντικής πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας από το 1821 και μετά, συμβάλει στην προστασία, ανάδειξη και προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς και στην ενίσχυση του πολιτιστικού τουρισμού. Αποτελεί πρόταση για την ανάπτυξη νέων τρόπων προσέγγισης του πολιτιστικού αγαθού και την ανάπτυξη καινοτόμων πολιτιστικών προϊόντων.
«Η πολιτεία της σιωπής»: Η ιστορία αποτυπώθηκε…
Ήταν τον Σεπτέμβρη του 2000, όταν ο Λαρισαίος συγγραφέας Βαγγέλης Κολώνας, μαζί με τους συνεργάτες του Λαρισαίους φωτογράφους Βασίλη Αγγλόπουλο και Φώτη Νατσιούλη, υπέγραφαν την ολοκλήρωση της δουλειάς τους: «Η πολιτεία της σιωπής». Ένα λεύκωμα του Δήμου Λαρισαίων, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη και περιλαμβάνει κείμενα και φωτογραφίες από τα τρία κοιμητήρια της Λάρισας, το Δημοτικό, το Εβραϊκό και το Στρατιωτικό.
Μια σημαντική παρακαταθήκη για την ιστορία της Λάρισας, που όπως αποδείχθηκε ήταν αγγελιοφόρος μηνύματος από το μέλλον… Οι συντελεστές του έργου αυτού, αναδεικνύουν ταφικά μνημεία, καταγράφουν ιστορικά ντοκουμέντα και διασώζουν πολύτιμα στοιχεία.
«Τίποτα δε χάνεται… Ο θάνατος μας αποκαλύπτει...» γράφει ο συγγραφέας Βαγγ. Κολώνας, και συνεχίζει: «Η ομορφιά και το κέρδος της μνήμης επέστρεψε, η θετική εικόνα που αναδύεται όταν ένα αρνητικό εμφανίζεται. Στην Πολιτεία της Σιωπής, εκεί που οι επιθυμίες αφοπλίζονται και η φυγή είναι μια πραγματικότητα, ο χώρος διδάσκει ήθος». Το λεύκωμα προλογίζει, μεταξύ άλλων, ο και τότε αντιδήμαρχος Πολιτισμού, Πάνος Σάπκας, «που πήρε ζεστά την υπόθεση της έκδοσης», σύμφωνα με τα ευχαριστήρια λόγια του συγγραφέα. Για να έρθει ξανά σήμερα, ο ίδιος, είκοσι χρόνια μετά, να βρει το εύφορο έδαφος να αναδείξει την πολιτεία…
Της Λένας Κισσάβου