Τον Τάκη Παπαγιάννη δεν τον συναντάς σε καμιά βίλα. Τον βρίσκεις σε ένα δωμάτιο του ξενοδοχείου «Διόνυσος». Εκεί μένει εδώ και 45 χρόνια. Πόσα να χωρέσει διάολε ένας χώρος 9 τετραγωνικών; Κρεβάτι, λίγα βιβλία, δέκα καδράκια με φωτογραφίες, μια εικόνα της Αγίας Παρασκευής και δύο κασετίνες Dunhlill. Μα οι αναμνήσεις τόσες πολλές που αν ανοίξεις το παράθυρο από τον τρίτο όροφο θα πλανώνται για χρόνια πάνω από τη Λάρισα. Την έδρα του θρυλικού «Las Vegas» που εδώ και μερικά 24ωρα πέρασε στη σφαίρα των αναμνήσεων. Μπάζα και ιστορίες με μάρκες.
«Γεννήθηκα το 1947 στον Τύρναβο και είμαι στη νύχτα από παιδάκι», μου λέει καθώς πειράζει τα μυρωδικά που φυτεύει στο μικρό κήπο της στενής βεράντας του «Καμιά φορά όταν θέλει ο μάγειρας δενδρολίβανο εγώ του δίνω» λέει και γελάει.
Στη Λάρισα ήρθε το 1964. Άλλαξε 4 γυμνάσια μέσα σε 11 μήνες. Δούλευε σερβιτόρος στον Τζίμη στο Αλκαζάρ, εκεί που όταν τελείωνε ο Άγιος Αχίλλιος όλη η Λάρισα πήγαινε. Τζουκ μποξ και όνειρα.
Μετά φαντάρος, αξιωματικός στη Λέσχη και στα 22 του ανοίγει με τον αδερφό του τον Σπύρο απέναντι από το Τόκιο στη Λαπιθών, το πρώτο κέντρο διασκέδασης. Γυναίκες και τρία όργανα μουσικής. Όπως απαιτούσε ο νόμος. Από τότε δεν σταμάτησε μέχρι σήμερα.
«Πόσες γυναίκες πέρασαν από το μαγαζί σου;» τον ρωτάω και κοιτάζει τον ουρανό του αμαρτωλού κάμπου καθώς ξύνει το πηγούνι σκεπτόμενος. «Να σου πω 3.000 θα με πιστέψεις;». Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει αν θυμάται καμία.
«Πως δεν θυμάμαι. Τη Ρίτα από τον Κολινδρό» λέει με αναστεναγμό. «111 μάρκες μέσα σε μια νύχτα μέτρησα. Και ήταν τόσο αλάνι που μου είπε πως ήταν 113. Τις ξαναμετρήσαμε και ήταν όντως τόσες». 113 η Ρίτα.
Πάω να το παίξω έξυπνος λέγοντάς του πως φυσικά έπινε τσάι αντί για ουίσκι, μα με κόβει μάγκικα σαν πράσο «Δίπλα στο ποτήρι με το ποτό τις μαθαίναμε να έχουν κι ένα ποτήρι με νερό. Όταν έπιναν μια τζούρα από το ποτό τους, έκαναν πως έπιναν μετά νερό και έχυναν με τρόπο το ουίσκι μέσα εκεί». Όχι φυσικά πως δεν είχε και τσάι αλλά ήταν πάντα μισό - μισό γιατί «αν δεν μύριζε ουίσκι ο πελάτης δεν πλήρωνε».
Θυμάται τις εποχές που οι γυναίκες ήταν μόνο Ελληνίδες. Οι πρώτες ξένες χορεύτριες ήρθαν το 1978 από τις Φιλιππίνες. Το 1984-85 άνοιξε η Βουλγαρία. Από το 1991 που διαλύθηκε και η Σοβιετική Ένωση, λέει πως άλλαξαν πολλά.
«55 δραχμές έκανε το ποτό των κοριτσιών στις αρχές. Το διπλό 110, η μπύρα 25 και το ουίσκι 35. Άλλα χρόνια…».
Μετά άρχισε να κάνει δουλειές και με τους Αμερικάνους. «Οι Αμερικάνοι ξέμεναν από λεφτά μέχρι τις 20 του μηνός. Τους πίστωνα και στην πρώτη του μήνα γινόταν πάρτι».
Πέρασαν λεφτά από τα χέρια του και κόσμος από το μαγαζί του. Παράπονο κανένα.
«Μα αρκετοί πελάτες που έρχονταν στο μαγαζί έρχονταν γιατί είχαμε αναπτύξει και προσωπικές σχέσεις τόσα χρόνια». Μα πέρασαν και τα άτιμα τα χρόνια σαν νεράκι.
Εκείνος έφτασε τα 72 αλλά συνήθειες δεν άλλαξε. Κοιμάται στις 10 το πρωί και σηκώνεται στις 7 το απόγευμα. Έναν καφέ και αρχίζει το ξενύχτι. Όπως έκανε από μικρό παιδί…
Δεν έκανε οικογένεια. Δύσκολη δουλειά άλλωστε και το ήξερε. Έχει όμως 11 βαφτιστήρια και δεν ξεχνάει ούτε ένα. Κι όπως αυτός δεν τα ξεχνάει ποτέ, έτσι και οι Λαρισαίοι πλούσιοι μα και φτωχοί, αριστεροί και δεξιοί, βιοπαλαιστές και βιομήχανοι, όμορφοι και άσχημοι δεν θα ξεχάσουν ποτέ τον ναό της αμαρτίας.
Viva Las Vegas…
Του Κώστα Γκιάστα