Τα ανωτέρω τόνισε, μεταξύ άλλων, ο αν. τομεάρχης Παιδείας της ΝΔ, βουλευτής Ν. Λάρισας, κ. Χρήστος Κέλλας, στην Επιτροπή Ελληνισμού της Διασποράς, με θέμα την Ελληνόγλωσση Παιδεία στο Εξωτερικό. Ο εισηγητής της ΝΔ εξαπέλυσε επίθεση προς την Κυβέρνηση και την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, επισημαίνοντας: «Ο ν. 4415/2016 είναι ένας απαράδεκτος νόμος, του οποίου οι δυσμενείς συνέπειες επιτείνονται διαρκώς. Προβλέψατε από το τρέχον σχολικό έτος τα αμιγή ελληνικά σχολεία να γίνουν δίγλωσσα μέσω διακρατικών συμφωνιών, γενικά και αόριστα. Επί της ουσίας, έγινε κάτι; Ουδέποτε μας ενημερώσατε γι’ αυτές τις συμφωνίες. Είδαμε σχολεία να παραμένουν κλειστά ή να λειτουργούν με ανεπαρκές προσωπικό και ελλιπή εβδομαδιαία ωρολόγια προγράμματα, αναρίθμητες χαμένες διδακτικές ώρες σε καίρια γνωστικά αντικείμενα, σε συνδυασμό με το ότι πάρα πολλά ελληνόπουλα έφυγαν από τα ελληνικά σχολεία και πήγαν σε ξενόγλωσσα, ενώ ορισμένα έκλεισαν κιόλας. Σημειώθηκαν, για πρώτη φορά σε μεγάλη έκταση, καταλήψεις προξενείων από μαθητές και συλλόγους γονέων για τις ελλείψεις εκπαιδευτικών και τα λειτουργικά προβλήματα των σχολικών μονάδων».
Συγχρόνως, ο Λαρισαίος πολιτικός αναφέρθηκε στο εξαιρετικά κρίσιμο θέμα των αποσπάσεων του προσωπικού, υπογραμμίζοντας: «Πώς είναι δυνατόν, με τις προκηρύξεις των τελευταίων ετών, να δίνεται προτεραιότητα στην απόσπαση με επιμίσθιο και χωρίς καθόλου γνώση της γλώσσας της χώρας υποδοχής, τη στιγμή που υπάρχουν εκπαιδευτικοί που επιθυμούν να εργαστούν χωρίς επιμίσθιο, με άριστη γνώση της γλώσσας και πολύχρονη παιδαγωγική εμπειρία στη Διασπορά; Γιατί επιβαρύνετε τον προϋπολογισμό και αυξάνετε το ωράριο των αποσπασμένων, ενώ υπάρχει η δυνατότητα αντιμετώπισης του προβλήματος συνολικά; Προφανώς, θέλετε να ικανοποιήσετε κάποιους μ’ αυτόν τον τρόπο. Πώς να πιστέψει κανείς ότι πρόκειται για απλές παραλείψεις και διοικητικές αστοχίες, όταν σε προεκλογική περίοδο εκδίδετε βιαστικά και προκλητικά προκήρυξη για την πλήρωση θέσεων Συντονιστών Εκπαίδευσης Εξωτερικού, χωρίς εμπειρία στην ελληνόγλωσση εκπαίδευση, χωρίς υψηλά ακαδημαϊκά προσόντα και με χαμηλό επίπεδο γλωσσομάθειας της γλώσσας της χώρας υποδοχής;».