Η μάρτυρας έξαλλη. Έχει το μαλλί «κόθαρο» και βάψιμο για βαφτίσια ανηψιού από ξαδέρφη στο χωριό. Φαίνεται πως την περίμενε την στιγμή αυτήν πολύ καιρό. Είχε την κομμώτρια από το χάραμα στο σπίτι. Βαστάει με το αριστερό μια «Κλατς Μπαγκ» και με το δεξί της δείχνει το υποτιθέμενο μέγεθος της βίδας, προς το δικαστήριο.
Για όσους τώρα αναρωτιέστε τι είναι η «Κλατς Μπαγκ» είναι το μικρό τσαντάκι που κάνει κλάτς όταν κλείνει. Έ, κάθε πέντε δευτερόλεπτα από αμηχανία την κλείνει και την ανοίγει.
«Να μια βίδα κυρία πρόεδρε. Κόντεψε να πνιγεί το μανάρι μουουου» και αφήνει ένα μακρόσυρτο σαν της αγελάδας. Γυρνάει δείχνει το μανάρι της.
Έχει φουσκωμένα μάγουλα και παίζει με το κινητό του σκορπώντας τα δεδομένα που του γέμισε η μανούλα του. Κάθε τόσο σηκώνει το κεφάλι και ξεφυσάει. Βαριέται και το δείχνει.
Είναι ο γιός της. Ο κανακάρης της. Ο μονάκριβος που όπως ανέφερε η μαμά του, πήγανε μαζί ένα βράδυ να φάνε γύρους και βρήκανε μια βίδα σ ένα κομμάτι κρέας.
«Κλατς, κλουτς» κάνει την τσάντα η μαμά «Δεν μπορούσε να ηρεμήσει το παιδάκι μου από την ταραχή. Αναγκαστήκαμε και φύγαμε. Πήγαμε και φάγαμε σε άλλο μαγαζί. Αμέσως όμως πήρα το δικηγόρο μου και μου είπε να κινηθώ δικαστικά».
Ο κανακάρης της μέσα σε πέντε δευτερόλεπτα έχει χάσει το ενδιαφέρον της δίκης. Ξαναγύρισε στο κινητό. Σκρολάρει με απίστευτη ταχύτητα και ο αντίχειράς του έχει διώξει εκατοντάδες λογαριασμούς του Facebook προς το πάνω. Σαν να τον ενοχλούν ένα πράμα.
«Σπουδάζει ιχθυοκαλλιέργεια σε ΤΕΙ» συνεχίζει η μαμά, κλατς – κλουτς «ήρθε Σαββατοκύριακο να δει τη μανούλα του και είπα να του κάνω το τραπέζι» λέει και σουφρώνει τα χείλια ναζιάρικα «Μόνο του στο Μεσολλόγι». Κλατς – Κλουτς.
Εκείνος ξεφυσάει και κατεβάζει το μπουφάν που έχει μαζευτεί σχεδόν στο μισό της πλάτης αφού ο ίδιος λιώσει προς το τέλος της ξύλινης καρέκλας. Καθώς το διορθώνει κοιτάζει και πίσω ενοχλημένος. Ξαναπιάνει το κινητό και χασμουριέται. Τι τραβάει το μανάρι της…
«Το βράδυ το πονούσε και το δοντάκι, κόντεψε να του φύγει από τη δύναμη που έβαλε» κλατς, κλουτς συνεχίζει η μαμά «Ο οδοντίατρος μας είπε πως θα μπορούσε να είχε τρυπηθεί και θα χρειάζονταν να πάμε στο νοσοκομείο. Πρέπει να έφυγε από τη μηχανή του γύρου. Ευτυχώς το κατάλαβε το μανάρι μου και σταμάτησε να τρώει»
Ο έρμος ο κατηγορούμενος μισός από το γιό αν και στα διπλάσια του χρόνια. Ακούει με υπομονή. Τόσα χρόνια μαγαζί στο κέντρο της Λάρισας, αν έχουν δει τα μάτια του κι ακούσει τα αυτιά του.
Ανεβαίνει για να απολογηθεί. Κοιτάει την κυρία, κοιτάει και το γιο. Ρίχνει μια ματιά στην έδρα. «Δεν ξέρω αν βρήκε βίδα. Πάντως αν βρήκε ξέρω από πού έφυγε» κάνει μια παύση «Από το κεφάλι της κυρίας» λέει με σιγουριά.
Κλατς, κλουτς…
Γράφει ο Εφεσιβάλλων
Σκιτσάρει ο Γιάννης Νικολάου