Ο ήχος γνώριμος. Ο κατηγορούμενος μιμείται πιστά τον ήχο της γαλοπούλας και το μήκος από το προγούλι του ενισχύει ακόμα περισσότερο την προσπάθειά του, να εξηγήσει την ιστορία του.
«Γλου, γλου, γλου, γλου συνέχεια κύριε πρόεδρε είχα βρει τον μπελά μου. Ούτε στο σπίτι μου δεν μπορούσα να μπω».
Ο πρόεδρος του Πλημμελειοδικείου ένας νεαρός, άρτι αφιχθείς από την πρωτεύουσα. Προσπαθεί να κρύψει την έκπληξή του για την ζωντανή περιγραφή και παράλληλα να κρατήσει ένα επίπεδο στην διαδικασία. Βέρος Αθηναίος γαρ.
«Γλου, γλου, γλου ήταν αγέλη από γαλιά χειρότερη από σκυλιά κύριε πρόεδρε. Ο γείτονας όμως δεν έκλεινε την αυλή του κάθε τόσο αυτές έβγαιναν έξω και ερχόταν κατά πάνω μου» κάνει να δείξει την κίνηση με τα χέρια του προς τα μπροστά, αλλά η μισή του κοιλιά βγαίνει κάτω από το πουκάμισο. Τριχωτή και μερακλίδικη. Έγινε με πολύ κόπο και γλυκάνισο εκεί στα χωριά της Κάρλας. Αν και ήσυχος σαν τύπος βρέθηκε στο εδώλιο διότι σκότωσε ένα ζωντανό.
«Εδώ το κατηγορητήριο λέει πως σκοτώσατε γαλοπούλα, τα γαλιά τι σχέση έχουν;» ρωτάει ο πρόεδρος όμως ο συνήγορος υπεράσπισης σπεύδει να διευκρινίσει το αποτέλεσμα της ντοπιολαλιάς. Το δέχεται.
«Ούτε μυρμήγκι δεν έχω αγγίξει στη ζωή μου αλλά αυτό που τραβούσα δεν μου άξιζε. Του το ζήτησα μια, του το ζήτησα δύο. Ε αυτές το χαβά τους γλου, γλου, γλου, γλου με παίρναν στο κυνήγι κάθε φορά που περνούσα από μπροστά».
Ο πρόεδρος μισοκλείνει τα μάτια του για να δείξει την ενόχληση από τον θόρυβο που βγάζει ο κατηγορούμενος καθώς του κάνει νόημα να πάψει «πως το σκοτώσατε το ζωντανό όμως εξηγήστε μας».
Εκείνος μαζεύει λίγο το πουκάμισό του, ρουφάει την κοιλιά του και λέει «Ένα μεσημέρι καθώς γύριζα από το καφενείο με πήραν στο κυνήγι. Εγώ αρπάζω ένα ξύλο από κάτω και τις διώχνω προς τα πίσω. Εντάξει λέω καθάρισα και εκεί που γύρισα για να συνεχίσω το δρόμο μου, δώστου πάλι αυτές, γλου, γλου, γλου, άρχισαν να με κυνηγάν και μάλιστα με μίσος. Φοβήθηκα και πήρα μια πέτρα, την ρίχνω και βρίσκω μια στο κεφάλι. Έ αυτό έγινε» εξηγεί καθώς η μισή του κοιλιά είναι ξανά σε δημόσια θέα «Την πήρα και πήγα να την πετάξω στο ποτάμι γιατί δεν ήθελα ιστορίες με το γείτονα».
Έλα όμως που την ώρα που πήγαινε να την πετάξει, τον είδε ο γείτονας «Τις είχε βάλει στο μάτι κύριε πρόεδρε. Κάθε χρόνο χάνω από μια – δύο. Ξέρετε πόσο στοιχίζουν; 50 ευρώ η μία. Τις ταΐζω, τις ποτίζω για να τις τρώει αυτός;» εξανίσταται ο γείτονας καθώς δείχνει τον κατηγορούμενο. «Τον έπιασα να την κουβαλάει για το σπίτι του».
Ο πρόεδρος δείχνει πως είναι κάπου στη μέση. Κοιτάζει την κοιλιά του κατηγορουμένου και την ημερομηνία του περιστατικού. Τέλη Δεκεμβρίου. Σκέφτεται. Ρίχνει μια ματιά και στο προγούλι του.
«Γλου, γλου…. Έ συγνώμη ένοχος ήθελα να πω»
Γράφει ο Εφεσιβάλλων
Σκιτσάρει ο Γιάννης Νικολάου