Τη μνήμη των 6 εκατομμυρίων ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί. Ευτυχώς, αρκετοί από αυτούς γλίτωσαν από αυτό το μοιραίο ταξίδι, μπήκαν όμως σε άλλες περιπέτειες και περιπλανήσεις προκειμένου να σωθούν οι ίδιοι και οι οικογένειές τους. Από τα αστικά κέντρα κατέφυγαν σε χωριά αλλά και στα βουνά, όπου με τη βοήθεια των ντόπιων αλλά και κυρίως των ανταρτών, μελών του ΕΑΜ κατάφεραν να κρυφτούν και παρά τις κακουχίες και την πείνα να βγουν ζωντανοί από αυτόν τον γολγοθά. Τρεις Λαρισαίοι Εβραίοι ο Λέων Μαγρίζος, ο Βίκτωρ Μισδραχής και ο Ντίνος Φελλούς διηγούνται στην «Ε» τις ιστορίες τους από την εποχή της κατοχής, τις δύσκολες στιγμές που πέρασαν προκειμένου να επιβιώσουν και την πολύτιμη βοήθεια που τους παρείχαν οι κάτοικοι της περιοχής και κυρίως τα μέλη του ΕΑΜ.
Κείμενο: Παναγιώτα Φούντα
Λέων Μαγρίζος: Κρυμμένοι στο Μοναστήρι της Παναγιάς της Τσούμας
Όπως λέει ο Λέων Μαγρίζος, γεννημένος τον Μάρτιο του 1935, τα προβλήματα ξεκίνησαν για όλους, Εβραίους και Χριστιανούς με την κήρυξη του πολέμου. «Η φτώχεια και η πείνα ήταν μεγάλη και σα να μην έφταναν αυτά, υπήρχαν και αρρώστιες, όπως ο τύφος και ψείρες. Ήρθε και ο μεγάλος σεισμός του ’41 και έκανε τα πράγματα ακόμη χειρότερα. Την οικογένειά μου, ο σεισμός τη βρήκε στην Κυψέλη, το σημερινό Κιλελέρ, όπου φιλοξενηθήκαμε από την οικογένεια Σβερώνη. Η μαμά μου ήταν πολύ έξυπνος και διορατικός άνθρωπος, είδε από νωρίς τον κίνδυνο και παρά το γεγονός ότι ο πατέρας μου ήταν αντίθετος, επέμενε να φύγουμε από την πόλη. Εκεί, λοιπόν, στην Κυψέλη μείναμε κάποιους μήνες κι από εκεί φύγαμε για να πάμε στην Αμυγδαλέα, που τότε ονομαζόταν Γούνιτσα. Ο πατέρας μου είχε έναν πολύ καλό φίλο, τον Γιάννη Αρζομανίδη, που μας βοήθησε πολύ όλα τα χρόνια της κατοχής. Εκείνος μας βοήθησε να φτάσουμε στην Αμυγδαλέα, το 1942, όπου μείναμε περίπου έξι μήνες. Κατόπιν αποφασίσαμε να γυρίσουμε στη Λάρισα, αν και ο κίνδυνος ήταν μεγάλος.
Δεν γνωρίζαμε τι γινόταν στην Ευρώπη, δεν είχαν γίνει καν οι διωγμοί των Εβραίων της βόρειας Ελλάδας και ειδικά της Θεσσαλονίκης. Τότε ήταν που μια οικογενειακή φίλη, ονόματι Χασίδ στο επίθετο, ήρθε από τη Θεσσαλονίκη και μας είπε ότι ετοιμάζονται διωγμοί και ότι τα πράγματα είναι πολύ άσχημα για τους Εβραίους. Εκείνη, έφυγε νωρίς και γλίτωσε, όμως οι περισσότεροι Θεσσαλονικείς δεν τα κατάφεραν. Από τις διηγήσεις αυτής της γυναίκας η μαμά μου φοβήθηκε και μας ξαναπήρε και φύγαμε, αρχικά για τη Γούνιτσα και ύστερα από εκεί, παραποταμίως, βρήκαμε καταφύγιο – εμείς και άλλα 70 περίπου άτομα – στο μοναστήρι της Παναγιάς της Τσούμας στο Δαμάσι. Στο μοναστήρι ήμασταν σχεδόν αποκλεισμένοι, με την έννοια ότι δεν ήταν πέρασμα, δεν υπήρχε δρόμος, οι Γερμανοί δεν πλησίαζαν. Μόνο οι αντάρτες, οι οποίοι μας πρόσεχαν. Ωστόσο, η είδηση των συλλήψεων Λαρισαίων Εβραίων, μας έκανε να αφήσουμε την ασφάλεια του μοναστηρίου, και να μετακινηθούμε βορειότερα, στο Μεγάλο Ελευθεροχώρι, όπου και μείναμε ως την απελευθέρωση».
Ντίνος Φελλούς: Οκτώ μήνες σε αυτοσχέδιο καταφύγιο
Το όνομά του είναι Ισαάκ, όμως το Ντίνος του έμεινε από την ψεύτικη ταυτότητα που είχε βγάλει ως Κωνσταντίνος Οικονόμου, τα χρόνια της κατοχής. «Ο πατέρας του Μιλτιάδη Έβερτ, Άγγελος, που ήταν διοικητής της Αστυνομίας Πόλεων της Αθήνας, κατά τη διάρκεια της κατοχής, είχε δώσει εντολή να εκδοθούν για όλους τους Εβραίους ταυτότητες με χριστιανικά ονόματα. Έτσι μου έμεινε το Ντίνος και όλοι έτσι με ξέρουν, ούτε στο σπίτι μου δεν με φωνάζουν Ισαάκ» λέει.
Το 1943, μετά τη συνθηκολόγηση με τους Ιταλούς, η οικογένεια του κ. Φελλούς κατέφυγε στη Χάλκη, το Μαϊμούλι, όπως λεγόταν τότε. «Εκεί νοικιάσαμε ένα δωμάτιο και ζούσαμε. Όταν φύγαμε από τη Λάρισα, πήραμε μαζί μας μια ραπτομηχανή και η μητέρα μου έφτιαχνε ρούχα, τα πουλούσαμε και ζούσαμε. Φτωχικά, όπως φαντάζεστε. Όμως δεν καθίσαμε πολύ καιρό εκεί, γιατί έφτασαν κι εκεί οι Γερμανοί και πήγαμε με τη βοήθεια μελών του ΕΑΜ στα Μύρα, το λεγόμενο Χατζημπαράκι. Η αδερφή μου η Σοφία – το χριστιανικό της όνομα, ήταν πολύ φιλομαθής ήξερε γαλλικά και ιταλικά και έμαθε και γερμανικά. Όταν κάποια στιγμή έφτασαν και εκεί στα Μύρα οι Γερμανοί η αδερφή μου παράστησε τη Γερμανίδα, στάθηκε μπροστά στους στρατιώτες και τους είπε ζήτησε να μην κάψουν το χωριό, όπως σκόπευαν. Κάποιος την κατηγόρησε ότι ήταν Εβραία, εκείνη όμως απάντησε ότι ήταν Γερμανίδα με καταγωγή από τα Μύρα και επειδή στην Αθήνα λόγω της κατοχής υπήρχε φτώχεια, κατέφυγε με τα αδέρφια της στο χωριό της. Εκείνοι την πίστεψαν και μετά από «παζάρια», ας τα πούμε, κάψανε μόνο το σχολείο του χωριού. Περιττό να σας πω, ότι η αδερφή μου θεωρήθηκε ηρωίδα, γι’ αυτή της την πράξη.
Οι πιο δύσκολες στιγμές αυτής της περιπέτειας ωστόσο, ήταν όταν έπρεπε να φύγουμε από τα Μύρα γιατί οι Γερμανοί είχαν κάνει αισθητή την παρουσία τους στην περιοχή. Έτσι αναγκαστήκαμε – μαζί με τις οικογένειες Κοέν και Σακή – να σκάψουμε ένα καταφύγιο στη μέση του κάμπου, στα χωράφια, μέσα στο χώμα, βάλαμε μια πρόχειρη σκεπή από τσίγκους, τη σκεπάσαμε και με κλαδιά και χόρτα για να μην φαίνεται και εκεί μέσα ζήσαμε οκτώ μήνες. Οκτώ μήνες μέσα στο κρύο, τη βροχή και τη λάσπη, τρώγοντας χόρτα βραστά. Κάθε μέρα.
Βίκτωρ Μισδραχής: Μας έσωσε το ΕΑΜ
Οι βομβαρδισμοί στη Λάρισα από τα τέλη του 1940 θορύβησαν ιδιαίτερα την οικογένεια του Βίκτορα Μισδραχή, σε τέτοιο βαθμό που από πολύ νωρίς έφυγαν από τη Λάρισα και μετοίκησαν – όπως και άλλες οικογένειες στην Αγιά. Στις αρχές του ’42 αποφάσισαν να επιστρέψουν στη Λάρισα, όμως τα πράγματα για τους Εβραίους δεν ήταν πολύ καλά και έφυγαν ξανά αναζητώντας καταφύγιο στην Αθήνα, στην περιοχή του Μεταξουργείου. Εκεί ζούσαν ως Χριστιανοί, ως οικογένεια Ανατολίτη, μέχρι που κάποια πελάτισσα από τη Λάρισα τους αναγνώρισε και το νέο ότι είναι Εβραίοι κυκλοφόρησε στη γειτονιά. Έτσι αναγκάστηκαν να φύγουν και να βρουν καταφύγιο στο χωριό Καλό Νερό, όπου έμειναν από τον Οκτώβριο του ’43 και για έναν χρόνο, ως την απελευθέρωση. Κι εκεί όμως δεν ήταν λίγες οι περιπέτειες. «Κάποια στιγμή κυκλοφόρησε η φήμη ότι στο χωριό, λειτουργούσε «σχολή αξιωματικών» των ανταρτών. Οι Γερμανοί περικύκλωσαν τα γύρω χωριά και μάζεψαν όλους τους άνδρες ηλικίας από 20 έως 49 ετών, ανάμεσά τους και τον πατέρα μου. Για καλή τους τύχη, τους κράτησαν για περίπου 10 ημέρες και τους άφησαν ελεύθερους. Τότε ο πρόεδρος του χωριού, υπό τον φόβο ότι οι κατακτητές θα κάψουν το χωριό μάς έδιωξε. Αναγκαστήκαμε για μια ακόμη φορά και ξεσπιτωθήκαμε. Ο εκεί καπετάνιος του ΕΑΜ όμως υποχρέωσε τον πρόεδρο να μας δεχθεί πίσω στο χωριό, αν και κανείς δεν μας έδινε σπίτι να μείνουμε. Για έναν μήνα, πέντε άτομα ζούσαμε στο κελί μιας εκκλησίας, ένα δωματιάκι 2 επί 3 μέτρα. Και πάλι οι αντάρτες επενέβησαν για να βρούμε σπίτι όπου ζήσαμε, ως την απελευθέρωση.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Αν και πέρασαν ανείπωτες δυσκολίες, το ευτυχές είναι ότι όλες οι οικογένειες επιστρέφοντας στη Λάρισα βρήκαν τα σπίτια τους άθικτα και είχαν τουλάχιστον κάπου να ζήσουν. Η οικογένεια Μισδραχή επιστρέφοντας, ωστόσο, βρήκε μια άλλη οικογένεια να ζει μέσα στο σπίτι. Λαζόπουλοι λέγονταν, λέει ο κ. Βίκτωρ. «Ήταν ο παππούς του Λάκη Λαζόπουλου. Είχαν έρθει από τη Νίκαια στη Λάρισα και άγνωστο πώς βρήκαν κατάλυμα στο σπίτι μας. Φυσικά, δεν τους διώξαμε. Ζήσαμε μαζί για ένα μικρό διάστημα και όταν βρήκαν κάπου να μείνουν, πήγανε στο καλό».
Στη μεγάλη δοκιμασία που πέρασαν τους βοήθησε, όπως λένε, η εκκλησία, η αστυνομία και περισσότερο από όλους οι αντάρτες, το ΕΑΜ, η αντίσταση και σε αυτούς είναι ευγνώμονες. Είχαν την τύχη να γυρίσουν πίσω και να συνεχίσουν τις ζωές τους, με αρκετές δυσκολίες βεβαίως, από εκεί που τις άφησαν. «Ξεριζωθήκαμε, αλλά ζήσαμε» λένε.
ΑΝΤΙΣΙΜΗΤΙΣΜΟΣ
Και οι τρεις λένε ότι υπήρχαν αντισημιτικά αισθήματα, όμως όχι σε βαθμό που να δημιουργούνται έχθρες και επεισόδια, ενώ όπως όλοι τονίζουν κατά τη διάρκεια της κατοχής, οι άνθρωποι ήταν μονιασμένοι απέναντι στον κοινό εχθρό. Άλλωστε, χωρίς τη βοήθεια των Λαρισαίων αλλά και των ΕΑΜιτών ίσως να μην βρίσκονταν εδώ σήμερα. Τα προβλήματα που δημιουργούνταν ήταν μικρά. «Όταν ήμουν μικρός με φώναζαν τσιφούτη» λέει ο κ. Φελλούς. «Αλλά και μετά έχασα πολλά όμορφα κορίτσια, που μου λέγανε καλός είσαι, αλλά είσαι Εβραίος» λέει χαριτολογώντας. Η άνοδος ακροδεξιών δυνάμεων στην Ευρώπη δεν τους φοβίζει. Αντιθέτως, το γεγονός ότι πλέον το Ισραήλ έχει το δικό του κράτος, τους γεμίζει με σιγουριά, γιατί πλέον νιώθουν ότι μπροστά σε οποιονδήποτε κίνδυνο θα προστατευθούν.