Τέσσερα χρόνια μετά τη στυγερή δολοφονία του παιδοχειρουργού, το βράδυ της 29ης Σεπτεμβρίου 2013, η εισαγγελική έρευνα βρίσκεται «σε κομβικό σημείο» όπως σημείωναν στην «Ε» δικαστικές πηγές, καθώς η δικαστική έρευνα αναμένεται «να καταλήξει στην άσκηση ποινικής δίωξης είτε κατά ενός, είτε κατά αγνώστου δράστη».
Πρόκειται ωστόσο για μια «δύσκολη υπόθεση» όπως διευκρίνιζαν οι ίδιες πηγές με αφορμή και τα «ελάχιστα αποδεικτικά στοιχεία». Μια υπόθεση που σίγουρα «δεν θα κλείσει εύκολα» καθώς «στην παρατεταμένη χρονικά, προανακριτική έρευνα της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Λάρισας που παρακολουθούσε η Εισαγγελία της Λάρισας» περιλαμβάνονται πειστήρια που βρέθηκαν στον τόπο του εγκλήματος, μεταξύ των οποίων και γενετικό υλικό δύο διαφορετικών προσώπων που, προς το παρόν, δεν έχει ταυτοποιηθεί.
Ο 56χρονος γιατρός «βγήκε για λίγο» από το σπίτι του, χωρίς καν να πάρει κλειδιά του σπιτιού ή του αυτοκινήτου του, σε ένα μοιραίο ραντεβού προκειμένου να κάνει αγορά «σε τιμή ευκαιρίας», χωρίς να επιστρέψει ποτέ. Ο τρόπος που έφυγε από το σπίτι του ο ανυποψίαστος γιατρός, οδηγεί τις διωκτικές αρχές στην πεποίθηση ότι είχε «εμπιστοσύνη» στον δολοφόνο του, που εκτιμάται ότι προέρχεται από το «στενό κοινωνικό περιβάλλον» του γιατρού.
Ένα ραντεβού για μια οικονομική συναλλαγή, σύμφωνα με πληροφορίες της «Ε», που κατέληξε σε ένα «έγκλημα πάθους» αφού ο δολοφόνος – τελώντας υπό «την παρουσία συνεργού» σύμφωνα με εκτιμήσεις – πυροβόλησε με κυνηγετικό όπλο εξ επαφής, δύο φορές τον γιατρό. Δεν αρκέστηκε ωστόσο σε αυτό, καθώς μεταθανάτια – σύμφωνα με τις εκθέσεις – με ένα μικρό μαχαίρι τού προκάλεσε «ευρύ τραύμα» σε όλη σχεδόν «την πρόσθια τραχηλική χώρα».
Σύμφωνα με τις ίδιες εκθέσεις, δεν προηγήθηκε σωματική πάλη, εξέλιξη που επιβεβαιώνει την εκτίμηση ότι ο γιατρός βρέθηκε εκεί, «με τη θέλησή του». Στον τόπο ωστόσο του εγκλήματος δεν βρέθηκαν τα χρήματα, που φαίνεται να «σήκωσε» ο γιατρός από το ιατρείο του, προκειμένου να προχωρήσει στη συναλλαγή.
ΧΡΟΝΙΚΟ
Το βράδυ του Σαββάτου 28 Σεπτεμβρίου 2013, ένα ζευγάρι Λαρισαίων βρισκόταν, όπως συνήθιζε στο αγρόκτημά του στην οδό Βόλου, όταν από κοντινή σχετικά απόσταση αλλά απροσδιόριστα άκουσε έναν πυροβολισμό. Ένας πυροβολισμός όπως και τόσοι άλλοι που ακούγονται τακτικά αλλά ελάχιστοι δίνουν σημασία. Έπρεπε να ξημερώσει, για να αποκαλυφθεί ένα όχι και τόσο «τέλειο» αλλά σίγουρα καλά προσχεδιασμένο, έγκλημα πάθους.
Στις 7.30 το πρωί της Κυριακής 29 Σεπτεμβρίου 2013 λοιπόν, ένας Λαρισαίος που περπατούσε στον χωματόδρομο στο τέρμα της οδού Κάρλας (παράλληλα με τις γραμμές του ΟΣΕ) βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα αποτρόπαιο θέαμα, αντικρίζοντας το άψυχο σώμα του δολοφονημένου παιδοχειρουργού, σε ένα χωράφι ένα χιλιόμετρο από τα τελευταία σπίτια της συνοικίας.
«ΠΡΟΧΕΙΡΑ»
Το πρωί του Σαββάτου, ο παιδοχειρουργός κάνει δουλειές στο ιατρείο, με φίλο του αγιογράφο με τον οποίο και δίνει ραντεβού για το ίδιο βράδυ, σε καφενείο της Λάρισας. Όντως στις 9 το βράδυ, ο παιδοχειρουργός καλεί τηλεφωνικά τον αγιογράφο για να συναντηθούν στο καφενείο ζητώντας να του φέρει θρησκευτικές εικόνες. Ο αγιογράφος επιστρέφει στο σπίτι, παίρνει τις δύο εικόνες (που του ζήτησε ο παιδοχειρουργός) ξεχνά ωστόσο το κινητό του τηλέφωνο στο σπίτι αλλά πάει στο ραντεβού στο καφενείο.
Λίγο πριν τις 9.30 το βράδυ ο παιδοχειρουργός ξανακαλεί τον αγιογράφο, για άγνωστο λόγο, αλλά δεν του απαντά καθώς έχει ξεχάσει το κινητό του. Παράλληλα ο παιδοχειρουργός χωρίς να δώσει πολλές εξηγήσεις στη συμβία του, παίρνει από το σπίτι του ένα μπουκάλι στο οποίο θα έβαζε, σύμφωνα με μαρτυρίες, «χρυσές λίρες» που βρήκε «στη μαύρη αγορά».
Για τον ίδιο λόγο εκτιμάται ότι νωρίτερα πέρασε και από το ιατρείο του, όπου πήρε μαζί του ένα σημαντικό χρηματικό ποσό, το οποίο δεν βρέθηκε ποτέ. Λέγοντας ότι θα πάει για τη συναλλαγή «σε ένα χωράφι» φεύγει «πρόχειρα» από το σπίτι του χωρίς να πάρει τα κλειδιά του σπιτιού ή του αυτοκινήτου του. Επιβιβάζεται έτσι στο αυτοκίνητο του δολοφόνου, τον οποίο – όπως εκτιμούν οι αρχές- «τον γνωρίζει» και «τον εμπιστεύεται».
Ο αγιογράφος περιμένει - μάταια - τον παιδοχειρουργό και βλέποντας την ώρα να κυλά, ζητά από τον ιδιοκτήτη του καφενείου να τον καλέσει εκείνος τηλεφωνικά καθώς ο ίδιος έχει ξεχάσει το κινητό του τηλέφωνο. Ο ιδιοκτήτης καλεί για πρώτη φορά τον παιδοχειρουργό λίγο πριν τις 10 το βράδυ του Σαββάτου, αλλά ο Δημ. Τσούμας ευρισκόμενος σε «καθεστώς απειλής» δεν απαντά. Το ραντεβού στο χωράφι στην οδό Κάρλας, εκτιμάται πως ήταν κατά τις 9.30 το βράδυ και ο παιδοχειρουργός, την ώρα που τον αναζητεί ο φίλος του αγιογράφος, μάλλον είχε δολοφονηθεί.
ΕΓΚΛΗΜΑ ΠΑΘΟΥΣ
Από τις εκθέσεις προκύπτει πως ο δολοφόνος – τελώντας «υπό την παρουσία συνεργού» – υποχρέωσε τον 56χρονο Δημ. Τσούμα να γονατίσει και έτσι, εξ επαφής, τον πυροβόλησε με κυνηγετικό όπλο στο κεφάλι, προκαλώντας δύο διαμπερή τραύματα. Ο δολοφόνος δεν αρκείται ωστόσο στον ακαριαίο θάνατο του Δημ. Τσούμα αλλά με ένα μικρό μαχαίρι, του προκαλεί «ρηκτικό τραύμα» σε όλη σχεδόν «την πρόσθια τραχηλική χώρα». Ένα τραύμα που προκαλείται «χωρίς στοιχεία ζωτικής αντίδρασης», μεταθανάτια δηλαδή, ενόσω ο γιατρός ήταν ήδη νεκρός.
Είναι το στοιχείο που πείθει τις αρχές ότι πρόκειται για ένα «έγκλημα πάθους» και όχι μια δολοφονία με κίνητρο τη ληστεία. Δύσκολα επίσης θα αποδειχθεί η αλήθεια για το ύψος του ποσού - εικάζεται ότι πρόκειται για χιλιάδες ευρώ - που πήρε μαζί του ο παιδοχειρουργός, περνώντας αρχικά από το ιατρείο όπου είχε τα χρήματα και στη συνέχεια από το σπίτι για να πάρει το μπουκάλι, που θα έβαζε μέσα τις χρυσές λίρες. Από μαρτυρίες είναι ωστόσο γνωστό πως ο Δημ. Τσούμας ήθελε να κάνει μια «μεγάλη επένδυση» στην αγορά χρυσών λιρών από τη «μαύρη αγορά».
Ο γιατρός βρίσκεται, στον τόπο του εγκλήματος «πλήρως ενδεδυμένος», με «ακέραια τα ενδύματα» και χωρίς να έχουν προηγηθεί «ίχνη πάλης» ή κακώσεις από «άσκηση βίας».
Στοιχεία που πείθουν τις διωκτικές αρχές ότι ο Δημ. Τσούμας, φεύγοντας «πρόχειρα» από το σπίτι του, επιβιβάζεται σε αυτοκίνητο τρίτου και πάει «με τη θέλησή του» στο ραντεβού (σ.σ. που καταλήγει στο χωματόδρομο, συνέχεια της οδού Κάρλας) αγνοώντας ότι η πραγματική πρόθεση του «προσώπου που εμπιστεύεται» δεν είναι η αγοραπωλησία αλλά μια προσχεδιασμένη δολοφονία.
Οι διωκτικές αρχές εκτιμούν ότι στον τόπο τους εγκλήματος βρέθηκαν τουλάχιστον δύο δράστες, με τη δολοφονία του γιατρού να παραμένει προς το παρόν ανεξιχνίαστη, τη μοναδική από τις 9 συνολικά ανθρωποκτονίες που τελέσθηκαν στη Λάρισα, τη διετία 2013 – 2015. Με τη μελέτη της δικογραφίας της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Λάρισας, από την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών, θα γίνει γνωστό αν τα στοιχεία κριθούν ικανά για την άσκηση δίωξης ή θα παραπεμφθεί η υπόθεση στον Ανακριτή για περαιτέρω διερεύνηση.
Β. ΚΑΚΑΡΑΣ