Στην αίθουσα του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων καταδικάστηκαν 4 άτομα, όχι για μια, αλλά για δύο πλαστές διαθήκες που διεκδικούσαν την ίδια «γερή» κληρονομιά μιας ηλικιωμένης που περνούσε μόνη της τα τελευταία χρόνια της ζωής της.
Από τη μια πλευρά βρίσκεται ένας Λαρισαίος γιατρός, η μητέρα του και η θεία του. Η θανούσα είχε βαφτίσει τη μητέρα του γιατρού και φερόταν πως η ηλικιωμένη ήταν πολύ «περήφανη» για τον γιατρό και ήθελε να του γράψει όλη την περιουσία.
Από την άλλη βρίσκεται ένας αλλοδαπός που γειτνίαζε με τη γιαγιά και ισχυριζόταν πως του είχε ιδιαίτερη αδυναμία και γι’ αυτό ήθελε σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή να του αφήσει ό,τι είχε και δεν είχε.
Και οι δύο πλευρές αποφασίζουν με τον ίδιο τρόπο να διεκδικήσουν τα σπίτια της θανούσας αλλά βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια διαθήκη στα χέρια αλλά με διαφορετικούς κληρονόμους. Η μια καθιστούσε κληρονόμο τον γιατρό και η άλλη τον αλλοδαπό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μεταξύ τους δικαστική διαμάχη και δημιουργούνται δύο διαφορετικές δικογραφίες οι οποίες ενώνονται και συνεκδικάζονται. Από την κληρονομιά μπορεί να μην πήρε κανένας τίποτα, όμως από ποινές «πήραν» όλοι καθώς κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης από 4 ως και 6 χρόνια.
Χρονικά την πρώτη πλαστή διαθήκη την κάνει ο αλλοδαπός που ισχυρίζεται πως τον είχε σαν παιδί του. Καταθέτει στο δικαστήριο πως όλη η γειτονιά ήξερε πως θα του τα έγραφε τα σπίτια. Σύμφωνα με τη μια δικογραφία, είχε γίνει και μια αίτηση για να τον υιοθετήσει αλλά ήταν ήδη ενήλικος και αυτό απαγορεύεται σύμφωνα με το δίκαιο της χώρας του. Την πλαστογραφεί (στο πίσω μέρος ενός γράμματος), όπως αποδείχθηκε από το δικαστήριο, πριν πολλά χρόνια και με άγνωστο τρόπο αυτή βρίσκεται μέσα στο καντηλάκι της γιαγιάς μετά την αποσφράγιση του σπιτιού. Λίγο αργότερα την καταθέτει στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου.
Έλα όμως που στη Λάρισα λίγες ημέρες αργότερα στο Μονομελές Πρωτοδικείο αυτής, κατατίθεται ένα αντίστοιχο χαρτί από τον Λαρισαίο γιατρό. Τότε η υπόθεση περιπλέκεται. Η συγκεκριμένη διαθήκη ωστόσο βρίσκεται σύμφωνα με την οικογένεια στο σπίτι της γιαγιάς του γιατρού, όπου φιλοξενούσαν η ηλικιωμένη. Τη βρίσκουν ανάμεσα σε παλιά χαρτιά και λογαριασμούς. Η θανούσα σύμφωνα με τη δεύτερη διαθήκη τα άφηνε όλα στον γιατρό χαρακτηρίζοντάς τον ως «αγαπημένο γιο μου αναδεξιμιός μου, ο οποίος με νοιάζεται και με φροντίζει πολύ και ο οποίος με έκανε πολύ περήφανη όταν έγινε γιατρός». Μέσα σ’ αυτή του έδινε και την ευχή να είναι ευτυχισμένος και να ασκεί το λειτούργημά του με αγάπη για τους συνανθρώπους που το έχουν ανάγκη. Οι δύο διαθήκες κινητοποίησαν και αρκετούς γραφολόγους, οι πραγματογνωμοσύνες των οποίων συγκρούονται ως προς τα συμπεράσματά τους μερικώς και ολικώς.
*Ο αλλοδαπός κρίθηκε ένοχος για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημιά άνω των 120 χιλιάδων ευρώ. Καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 6 ετών. Ίδια ήταν η ποινή και για τον γιατρό αλλά και τη μητέρα του που κρίθηκαν ένοχοι κατά περίπτωση για πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία, χρήση πλαστού και απάτη, άμεση συνέργεια σε απάτη με ζημιά και αντίστοιχο όφελος άνω των 73 χιλιάδων αλλά και των 120 χιλιάδων. Η θεία του καταδικάστηκε για τη συνέργεια στην απάτη με 4 χρόνια φυλάκιση. Όλες οι ποινές είναι μετατρέψιμες προς 5 ευρώ ημερησίως ενώ η έφεση αποφασίστηκε να έχει αναστέλλουσα δύναμη.