Τα τρία αυτά μνημεία, αποτελούν το επόμενο βήμα του προγραμματισμού ανάδειξης του παρελθόντος της Λάρισας και της διατήρησής του με «ζωντανά» στοιχεία της ιστορίας στην καθημερινότητά της, διευρύνοντας σταδιακά τον χάρτη των επισκέψιμων αρχαιολογικών χώρων της.
Και για τα τρία, ήδη υπάρχουν μελέτες διαμόρφωσής τους, που προωθούνται προς χρηματοδότηση, προκειμένου να υλοποιηθούν το συντομότερο.
Ειδικότερα:
ΜΠΕΖΕΣΤΕΝΙ (ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ):
Ο Δήμος Λάρισας, έχει στα χέρια του την οριστική μελέτη για την αποκατάσταση και διαμόρφωση της τούρκικης αγοράς, του Μπεζεστενίου, και το έργο είναι έτοιμο για δημοπράτηση.
Η μελέτη δε έχει και την έγκριση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ).
Αφορά σε αποκατάσταση του ιστορικού μνημείου, βάσει μιας υπάρχουσας προκαταρκτικής μελέτης που έχει γίνει ήδη από την αρχιτέκτονα μηχανικό, ειδική στα έργα Μπεζεστενίων, κ. Πελαγία Αστρεινίδου – Κωστάκη.
Η προκαταρκτική αρχιτεκτονική μελέτη είχε ανατεθεί στην κ. Αστρεινίδου από τον Δήμο Λάρισας και έχει εγκριθεί από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ).
Την οριστική μελέτη του έργου του Μπεζεστενίου, συνέταξαν τα εξής συμπράττοντα γραφεία μελετών: Σύνθεση και έρευνα ΕΠΕ Γ. Αλμπάνης-Ν. Φιντικάκης και συνεργάτες αρχιτέκτονες-σύμβουλοι μηχανικοί Λιόντος και συνεργάτες ΕΠΕ, Χρήστος Ζόμπολας, Γεώργιος Παϊσίδης.
Το ποσό της σύμβασης ανήλθε σε 200.741,10 ευρώ (168.690,00+32.051,10 ΦΠΑ 19%). Η συμβατική δαπάνη μελέτης ανήλθε σε 203.946,21 ευρώ.
Σύμφωνα με καταγεγραμμένα ιστορικά στοιχεία: «Το Μπεζεστένι της Λάρισας είναι η παλιά τουρκική αγορά που κτίστηκε το διάστημα 1484-1506 και λειτούργησε κυρίως ως αγορά υφασμάτων. Το όνομα προέρχεται από την περσική λέξη «bez» που σημαίνει ύφασμα.
Σήμερα είναι ένα ορθογώνιο κτίριο διαστάσεων 30X20 μ., κτισμένο στο ψηλότερο σημείο του λόφου. Κτίσθηκε με οικοδομικό υλικό παλαιότερων κτιρίων, μεγάλους ορθογώνιους λίθους και τμήματα κιόνων».
Όσον αφορά στη σημερινή μορφή του: «Στη στέψη του Μπεζεστενιού διακρίνονται λείψανα οδοντωτής ταινίας, που θα περιέτρεχε κάποτε όλο το οικοδόμημα, κάτω ακριβώς από την ανωδομή. Υπάρχουν τρεις είσοδοι, τοξωτής μορφής, στη νότια, την ανατολική και τη δυτική πλευρά, από τις οποίες οι δύο τελευταίες είναι φραγμένες. Στο κέντρο της βορεινής πλευράς υπάρχει κλειστός ορθογώνιος χώρος, πλάτους 3,55 μ., που δεν επικοινωνεί με το εσωτερικό του κτίσματος, αλλά μόνον εξωτερικά με μικρή χαμηλή πόρτα και θεωρείται ότι χρησίμευε ως θησαυροφυλάκιο».
ΓΕΝΙ ΤΖΑΜΙ (ΟΘΩΜΑΝΙΚΟ ΤΕΜΕΝΟΣ):
Το Γενί Τζαμί, οθωμανικό τέμενος, πρώην αρχαιολογικό μουσείο Λάρισας, στην οδό 31ης Αυγούστου 2, είναι ακόμη ένας «ζωντανός» μάρτυρας της ιστορικής πορείας της Λάρισας.
Οι χρήσεις του, στην πορεία των χρόνων, ήταν πολλές, με τη σημαντικότερη αυτών τη φιλοξενία, επί 55 χρόνια, των αρχαιολογικών θησαυρών του τόπου μας, ενώ το μέλλον του επίσης σχεδιάζεται έτσι ώστε να παραμείνουν οι πόρτες του ανοιχτές, ως χώρος ψηφιακής παρουσίασης του πολιτισμού της Λάρισας, όπου θα τοποθετηθούν ψηφιακά συστήματα προβολής των μνημείων της, αλλά και του σύγχρονου πολιτισμού τους. Θα παντρεύει το παλιό με το νέο στοιχείο πολιτισμού της Λάρισας.
Ο Δήμος είχε ανακοινώσει ότι θα υποβάλει πρόταση να ενταχθεί η χρηματοδότηση του εξοπλισμού που θα χρειαστεί ο χώρος, στο πλαίσιο του προγράμματος για τη «Βιώσιμη Αστική Κινητικότητα».
Ο ιστορικός ερευνητής κ. Θεόδωρος Παλιούγκας και η αρχαιολόγος κ. Στέλλα Κατακούτα, ασχολήθηκαν με το εν λόγω μνημείο, ο πρώτος ερευνώντας και καταγράφοντας ιστορικά του στοιχεία και η δεύτερη για τη χρήση του ως Αρχαιολογικού Μουσείου.
Η κατασκευή του χρονολογείται στα τέλη του 19ου αιώνα μας πληροφορεί ο κ. Παλιούγκας και χτίστηκε ως μια κίνηση καλής θελήσεως της βασίλισσας Όλγας προς το μουσουλμανικό στοιχείο της πόλης, επειδή τα περισσότερα από τα παλιά τζαμιά της είχαν ερειπωθεί.
Μάλιστα σύμφωνα με πληροφορίες παλιών Λαρισαίων, ο κ. Παλιούγκας υποστηρίζει ότι χρησιμοποιήθηκε για τις λατρευτικές ανάγκες μουσουλμάνων γυναικών ως την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924.
Αναλυτικότερα αναφέρει μεταξύ άλλων: «Το τζαμί δεν σημειώνεται στον χάρτη του 1880 στη θέση του, όμως, υπάρχει η κάτοψη ενός μικρού κτιρίου.
Στο Α' Σχέδιο Πόλης, η θέση του τζαμιού είναι κενή, ενώ η κάτοψη ενός άλλου, ανώνυμου τζαμιού, αποτυπώθηκε σε μικρή απόσταση προς τα ανατολικά, στην οδό Καρ. Ογλ αρ. 8-10. Δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί αν το ανώνυμο αυτό τζαμί και το Γενί συνυπήρχαν ή, ακόμη, αν ταυτίζονται, κι απλώς, από κάποιο λάθος του σχεδιαστή του Α' Σχεδίου το Γενί τζαμί μετακινήθηκε ανατολικότερα, στην οδό Καρ. Ογλ.
Σύμφωνα με πληροφορίες παλιών Λαρισαίων, το Γενί τζαμί χρησιμοποιούσαν για τις λατρευτικές τους συνάξεις οι μουσουλμάνες γυναίκες έως την ανταλλαγή των πληθυσμών (1924). Έκτοτε, παρέμεινε για κάποιο διάστημα κλειστό, ενώ από το 1939 έως το 1941 στέγασε τη Δημοτική Βιβλιοθήκη και μία μικρή αρχαιολογική συλλογή. Κατά την περίοδο 1941-44, το τζαμί χρησιμοποιήθηκε για το στρατωνισμό κάποιων μονάδων των στρατευμάτων κατοχής και η αρχαιολογική συλλογή του εν μέρει λεηλατήθηκε. Κατά την ίδια περίοδο, ο μεγάλος σεισμός του 1941 προκάλεσε την κατάρρευση του τμήματος του μιναρέ επάνω από τον εξώστη.
Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου πολέμου, το τζαμί έπαθε αρκετές ζημιές από τους σεισμούς των ετών 1955 και 1957.
Επισκευάστηκε τότε πρόχειρα και κατόπιν αποφασίστηκε να μετατραπεί σε Αρχαιολογικό Μουσείο».
Στη μελέτη της η αρχαιολόγος κ. Στέλλα Κατακούτα, καταγράφει μεταξύ άλλων: «Η δημοτική αρχή Λάρισας, με δήμαρχο τον Μιχ. Σάπκα ανακοινώνει στην αρχαιολογική υπηρεσία το 1928, ότι είναι διατεθειμένη να προβεί στην αγορά του τζαμιού για να χρησιμοποιηθεί ως μουσείο».
ΟΘΩΜΑΝΙΚΟ ΛΟΥΤΡΟ ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ
Το οθωμανικό λουτρό, στην οδό Βενιζέλου, είναι χαρακτηρισμένο ως διατηρητέο από το 1986. Το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ), ενέκρινε παλιά τη λειτουργία μέρους αυτού, ως παραδοσιακό καφενείο.
Σύμφωνα με την προϊσταμένη, αρχαιολόγο, της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λάρισας, κ. Σταυρούλα Σδρόλια, «πρόκειται για ένα μεγάλο κτίριο, διαστάσεων 15χ34μ., στο οποίο στεγάζονται σήμερα αρκετά καταστήματα στη συμβολή των οδών Βενιζέλου και Φιλελλήνων. Εξωτερικά σήμερα διακρίνεται μόνον ο μεγάλος θόλος, που στέγαζε το χώρο των αποδυτηρίων, όπου θα ήταν και η είσοδος. Στις οθωμανικές πηγές φέρεται ως το Μεγάλο Λουτρό και ήταν το σπουδαιότερο από τα λουτρά της πόλης. Από την αναστηλωτική μελέτη που έγινε πρόσφατα, λόγω των φθορών που παρουσιάζονται στο κτίριο, διαπιστώθηκε ότι σώζονται όλοι οι χώροι και η αρχιτεκτονική του είναι αντίστοιχη με λουτρά του 16ου αιώνα της Κωνσταντινούπολης και άλλων μεγάλων πόλεων».
Η κ. Σδρόλια, αναφέρει επίσης ότι «η πόλη διέθετε και άλλα χαμάμ στο παρελθόν, αφού τα κτίρια αυτά έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη ζωή των πόλεων και ήταν αφιερωμένα συνήθως σε τζαμιά.
Η αρχική φάση του μνημείου χρονολογείται από τον 16ο αιώνα και όπως είναι φυσικό, χρειάσθηκε επισκευές στη διάρκεια της ιστορίας του. Λειτούργησε όμως αδιάλειπτα μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα.
Τα τελευταία χρόνια πριν κλείσει (γύρω στα 1920), χρησιμοποιούνταν παράλληλα με την ταβέρνα Ζουρτού, στην οποία είχαν διατεθεί ορισμένοι χώροι του λουτρού. Στη συνέχεια ο χώρος πουλήθηκε σε διάφορους ιδιοκτήτες, οι οποίοι στέγασαν εμπορικά καταστήματα, κρύβοντας με πρόχειρα χωρίσματα τις όψεις του μνημείου, κατάσταση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Τα τελευταία χρόνια, οι καθαρισμοί κονιαμάτων που έγιναν σε μέρος αυτού, οδήγησαν στην αποκάλυψη σημαντικού τμήματος του μνημείου, κάτω από τον μικρό τρούλο.
Το λουτρό αποτελείται από δύο μεγάλους τετράγωνους χώρους, που στεγάζονται με τρούλο, καθένας από τους οποίους περιβάλλεται από μικρότερους βοηθητικούς χώρους, επίσης θολοσκεπείς.
Ο μικρός τρούλος, για τον οποίο έχουμε τα περισσότερα στοιχεία, στηρίζεται σε μαρμάρινους πεσσούς, στο κάτω μέρος των οποίων ανοίγονται οι είσοδοι των γωνιακών χώρων. Τα στοιχεία αυτά διατηρούνται σήμερα στο υπόγειο, σε σχέση με τη σημερινή στάθμη της οδού Βενιζέλου, ενώ βρίσκονταν στην αρχική στάθμη του μνημείου, που είχε μεγάλο ύψος.
Από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν προκύπτει ότι το μνημείο σώζεται κατά το μεγαλύτερο τμήμα του σε σχετικά καλή κατάσταση, αλλά πολύ λίγοι χώροι διακρίνονται σήμερα, διότι καλύπτονται από μεταγενέστερες κατασκευές των εμπορικών καταστημάτων που στεγάζονται σε αυτό.
Τα ορατά τμήματά του παρουσιάζουν επιμελημένη τοιχοδομία με πλινθοπερίκλειστο σύστημα, ενώ οι θόλοι είναι πλινθόκτιστοι. Δυστυχώς, η αλλαγή χρήσης του στον 20ό αιώνα εξαφάνισε τα στοιχεία που θα μαρτυρούσαν τη λειτουργία του (μπανιέρες, υπόκαυστα), που διατηρούνται σε άλλα λουτρά.
Συμπερασματικά, καταλήγουμε ότι πρόκειται για αξιόλογο μνημείο, που χρησιμοποιήθηκε για αιώνες από τους Λαρισαίους, εξίσου Τούρκους και Έλληνες, για καθαριότητα και κοινωνικές συναναστροφές. Είναι γνωστό ότι τα λουτρά έπαιζαν σπουδαίο ρόλο στο παρελθόν, ιδίως για χαλάρωση και αναψυχή των γυναικών, που δεν διέθεταν πολλές διεξόδους. Τα λουτρά διέθεταν από την αρχαιότητα τριπλή διαίρεση των χώρων σε ψυχρό, χλιαρό και κρύο τμήμα, καθώς και μπανιέρες για ατομικά λουτρά, στοιχεία τα οποία θα διέθετε και το λουτρό της Λάρισας».
Η εφορεία αρχαιοτήτων Λάρισας έχει συντάξει μελέτη για εργασίες αποκατάστασης και ανάδειξης του μνημείου, η οποία βρίσκεται προς έγκριση στο υπουργείου Πολιτισμού.
Ο Δήμος Λαρισαίων ανακοίνωσε πως στο πλαίσιο του σχεδιασμού «Βιώσιμης Αστικής Κινητικότητας» διερευνάται η εξασφάλιση χρηματοδότησης για την ανάπλαση και ανάδειξη όψεων κτιρίων που βρίσκονται στην οδό Βενιζέλου, μεταξύ αυτών και του εν λόγω οθωμανικού λουτρού.
Της Λένας Κισσάβου