πάνω από 40 χιλιάδες ευρώ, κάτι που όμως δεν αποδείχθηκε κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας.
Έχοντας στην αρμοδιότητά του την είσπραξη και την καταμέτρηση των δημοτικών τελών στάθμευσης, τα οποία οι πολίτες πλήρωναν με την καταβολή του ανάλογου αντιτίμου σε κέρματα στα μηχανήματα Συστήματος Ελεγχόμενης Στάθμευσης κατηγορείτο πως «ενώ γνώριζε ότι υπήρχε αφαίρεση κερμάτων δεν προέβαινε σε ορθή καταμέτρηση όταν οι αρμόδιοι υπάλληλοι έφερναν τα χρηματοκιβώτια στο Ταμείο του Δήμου, προκειμένου να συγκαλύπτει το έλλειμμα και να καρπώνεται τη διαφορά».
Για παράδειγμα μέσα στο 2006 ενώ εισπράχθηκε -βάσει εκδοθέντων παραστατικών- συνολικό ποσό 98 χιλιάδων ευρώ, βεβαιώθηκαν οι 93 χιλιάδες, με τις 5 χιλιάδες που έλειπαν να κατηγορείται πως τις πήρε αυτός. Το ίδιο συνεχίστηκε και τα επόμενα τέσσερα χρόνια (μέχρι και το 2010) και ο τότε ταμίας έφτασε σύμφωνα με το κατηγορητήριο να πάρει το ποσό των 41 χιλιάδων ευρώ, κάτι όμως που ποτέ δεν αποδείχθηκε.
ΤΟ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟ
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο ο τότε ταμίας με τη χρήση κλειδιών που είχε στην κατοχή του προέβαινε μαζί με άγνωστους συνεργούς του ανά διαστήματα σε άνοιγμα διάφορων μηχανημάτων στάθμευσης. Συγκεκριμένα κατηγορείτο πως μπλόκαραν την έξοδο του σωλήνα, που οδηγεί τα κέρματα εντός του χρηματοκιβωτίου και μετά από κάποιο χρονικό διάστημα επέστρεφαν και αφαιρούσαν το ποσό, που είχε καταγραφεί ως εισπραχθέν κατά την είσοδο στον σωλήνα όταν ο πολίτης έριχνε τα κέρματα στο μηχάνημα. Με αυτόν τον τρόπο, όπως αναφέρεται στο παραπεμπτικό βούλευμα, δεν ήταν αναγκαία η επέμβασή τους στο χρηματοκιβώτιο. Στη συνέχεια προκειμένου να συγκαλύψει τη δράση του αυτή (η οποία ποτέ δεν αποδείχθηκε κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας), όταν οι αρμόδιοι υπάλληλοι για τη συλλογή των χρηματοκιβωτίων, του τα έφερναν στο Ταμείο του Δήμου Βόλου, αυτός – σύμφωνα πάντα με το κατηγορητήριο- τα άνοιγε και προέβαινε σε συνολική καταμέτρηση των χρημάτων και όχι σε ξεχωριστή για καθένα χρηματοκιβώτιο και αφού ολοκλήρωνε την καταμέτρηση δεν προέβαινε σε αντιπαραβολή των βεβαιωθέντων εισπράξεων με αυτά που αναγράφονταν στα εκδοθέντα παραστατικά.
*Η πράξη για την οποία κατηγορείτο ήταν απιστία στην υπηρεσία από υπάλληλο που είναι αρμόδιος για την είσπραξη και τη διαχείριση των δημοτικών τελών ελεγχόμενης στάθμευσης, με μεταχείριση ιδιαιτέρων τεχνασμάτων και ελάττωση της δημοτικής περιουσίας που ήταν εμπιστευμένη προς όφελους του ιδίου ή άλλου, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που ανέρχεται σε ποσό άνω των 30 χιλιάδων ευρώ κατ’ εξακολούθηση και από κοινού.
Κ.ΓΚΙΑΣΤΑΣ