Χθες λοιπόν, δέκα ολόκληρα χρόνια μετά, ανοίγει ξανά αλλά ερευνητικά ο φάκελος της Marfin. Με εντολή του υπουργού Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, θα επανελεγχθεί όλο το υλικό που έχει συγκεντρωθεί και έχουν στα χέρια τους οι Αρχές.
Βίντεο, φωτογραφίες και καταθέσεις μαρτύρων από τη μέρα του εμπρησμού της Marfin θα επανεξεταστούν με σκοπό να εντοπιστούν τυχόν κενά στην υπόθεση που προκάλεσε σοκ στη κοινή γνώμη.
Η 32χρονη Αγγελική Παπαθανασοπούλου, η οποία ήταν 4 μηνών έγκυος, ο 36χρονος Επαμεινώνδας Τσάκαλης, και η Παρασκευή Ζούλια, 35 ετών βρήκαν τραγικό θάνατο, στις 5 Μαΐου 2010, όταν εγκλωβίστηκαν μαζί με τους συναδέλφους τους μέσα στο φλεγόμενο υποκατάστημα της τράπεζας.
Κουκουλοφόροι, οι οποίοι είχαν παρεισφρήσει στην πορεία, πέταξαν μολότοφ στο υποκατάστημα ενώ είχε προηγηθεί ανάλογη «επίθεση» και στο βιβλιοπωλείο Ιανός.
Χαραγμένες στην μνήμες όλων εξακολουθούν να είναι οι εικόνες τρόμου με τους εργαζόμενους να καλούν σε βοήθεια από τα μικρά μπαλκόνια της τράπεζας καθώς δεν μπορούσαν να διαφύγουν από το κλειδωμένο, φλεγόμενο, κτίριο.
Η πυροσβεστική, που έσπευσε στην οδό Σταδίου, κατάφερε μετά από λίγη ώρα να σβήσει τη φωτιά η οποία άφησε πίσω της νεκρούς από ασφυξία τους τρεις εργαζόμενους.
Οι έρευνες για την τραγωδία της Marfin ξεκίνησαν εν μέσω αλληλοκατηγοριών για την απόδοση ευθυνών. Μια ανώνυμη επιστολή στην οποία αποδιδόταν πρωταγωνιστικός ρόλος για την τραγωδία σε συγκεκριμένα πρόσωπα άλλαξε την πορεία της δικαστικής έρευνας.
Περίπου έξι χρόνια μετά την μοιραία ημέρα, τον Οκτώβριο του 2016, η δικαιοσύνη αθώωσε τους κατηγορούμενους για βαρύτατα αδικήματα καθώς από τα στοιχεία που είχαν συγκεντρωθεί αλλά και την ακροαματική διαδικασία δεν αποδείχθηκε πως είχαν σχέση με την ρίψη των μολότοφ. Αποτέλεσμα, ακόμη και σήμερα να παραμένουν άγνωστοι και ατιμώρητοι οι δράστες της φονικής επίθεσης.
Η δικαιοσύνη ήταν καταδικαστική για τα στελέχη της τράπεζας που κατηγορήθηκαν για φόνο εξ αμελείας τριών υπαλλήλων, τις σωματικές βλάβες άλλων 21, για παραλείψεις στα μέτρα πυρασφάλειας και στην εκπαίδευση του προσωπικού.
Η Διοικητική Δικαιοσύνη δικαίωσε συγγενείς των θυμάτων αλλά και υπαλλήλους οι οποίοι προσέφυγαν διεκδικώντας αποζημιώσεις για ηθική βλάβη. Οι διοικητικοί δικαστές, στο σκεπτικό των αποφάσεών τους διαπίστωσαν ευθύνη της διοίκησης της τράπεζας, η οποία όμως δεν θα μπορούσε να ερευνηθεί από το Διοικητικό Πρωτοδικείο, αλλά και παραλείψεις της Πυροσβεστικής και των αρμόδιων αστυνομικών οργάνων. Τέλος, μετά από αναίρεση εκκρεμούν στο Εφετείο προσφυγές που αφορούν σε αποζημιώσεις για ψυχική οδύνη από στελέχη της τράπεζας.