Το ζήτημα αυτό είναι η περίφημη «αναδιάρθρωση καλλιεργειών» που ενώ συζητείται επί δεκαετίες, ποτέ δεν είχε προσλάβει επείγοντα χαρακτήρα, με τον οποίο εμφανίζεται αυτή την περίοδο. Ο βασικός λόγος γι’ αυτό φαίνεται να είναι ότι τώρα έχουν γίνει άμεσα ορατές οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής (ΚΑ) και κυρίως της αυξημένης θερμοκρασίας και της ξηρασίας, που παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των φυτών. Για το θέμα αυτό είχαμε ξαναγράψει δύο χρόνια πριν («ΕτΔ» 3-4-23) με αφορμή τη διαπίστωση ότι το αντίστοιχο πρόγραμμα του ΥΠΑΑΤ δεν παρουσίαζε ιδιαίτερη κινητικότητα. Στο άρθρο αυτό με αφορμή τον προβληματισμό που υπάρχει διάχυτος στους αγρότες, θα αναλύσουμε συνοπτικά τους λόγους για τους οποίους είναι επείγουσα ανάγκη να ασχοληθεί η Πολιτεία με το θέμα και με ποιο τρόπο πρέπει να προσεγγιστεί.
Λόγοι αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών
Είναι λοιπόν ενδεδειγμένη η αναδιάρθρωση των καλλιεργειών; Η απάντηση είναι όχι μόνο ενδεδειγμένη, αλλά υποχρεωτική. Οι βασικοί λόγοι είναι αφ’ ενός οικονομικοί για τους παραγωγούς και αφ’ ετέρου περιβαλλοντικοί. Το ζήτημα όμως είναι με ποιο τρόπο θα γίνει ώστε να είναι αποτελεσματική και βιώσιμη. Σημειώνεται ότι υπάρχει αρνητική εμπειρία με διάφορες απόπειρες που έγιναν στο παρελθόν προς την κατεύθυνση επιλογής νέων καλλιεργειών, όπως για παράδειγμα με τις «υπερτροφές», τα αρωματικά φυτά, τη στέβια, τη ροδιά, τη βιομηχανική κάνναβη κ.ά. που δυστυχώς δεν ήταν επιτυχημένες και σε πολλές περιπτώσεις απογοήτευσαν τους παραγωγούς. Πώς λοιπόν πρέπει να γίνει η αναδιάρθρωση ώστε να αυξηθούν οι πιθανότητες επιτυχίας της;
Επιλογή παραγωγικού μοντέλου
Οι πρώτοι παράγοντες που πρέπει να μελετηθούν για το σκοπό αυτό είναι η οικονομική βιωσιμότητα των καλλιεργειών που θα διερευνηθούν στο σημερινό και πιο μακρινό οικονομικό περιβάλλον και στις συνθήκες στις οποίες λειτουργεί η αγροτική παραγωγή στη χώρα μας. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αποφασίσουμε πρώτα τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του παραγωγικού μας μοντέλου. Θέλουμε να αυξήσουμε ποσοτικά την παραγωγή μας με κύριο σκοπό να ενισχύσουμε τις εξαγωγές ή να προτεραιοποιήσουμε τις εσωτερικές ανάγκες της χώρας μας επιλέγοντας την παραγωγή προϊόντων με κύριο στόχο την εξασφάλιση «επάρκειας» για τη χώρα μας και κατά δεύτερο λόγο εξαγωγές;
Τα δύο αυτά μοντέλα οδηγούν σε βασικές διαφοροποιήσεις. Το μοντέλο της αύξησης της παραγωγής αγροτικών προϊόντων με κύριο στόχο την αύξηση των εξαγωγών σημαίνει τη δημιουργία εκμεταλλεύσεων με μεγάλες εκτάσεις, εντατικοποίηση της καλλιέργειας, μείωση του κόστους παραγωγής και ιδιαίτερα του εργατικού κόστους, αλλά και μεγάλες επενδύσεις σε υποδομές. Υφίστανται αυτές οι προϋποθέσεις σήμερα στην Ελλάδα; Η απάντηση είναι αρνητική για πολλές από αυτές τις προϋποθέσεις. Ο μέσος κλήρος είναι πολύ μικρός (το 47% των εκμεταλλεύσεων έχει έκταση μικρότερη των 20 στρ., οι δε «επενδυτικές δυνατότητες» είναι ουσιαστικά ανύπαρκτες (η τυπική αξία παραγωγής του 50% των εκμεταλλεύσεων είναι μικρότερη των 4.000 €/έτος-Στοιχεία ΕΛΣΤΑ 2020) για να αναφέρουμε βασικά ενδεικτικά στοιχεία. Επί πλέον ο πλούτος της βιοποικιλότητας που αναδεικνύεται μέσα από την ποικιλία των γεωργικών προϊόντων που παράγουν οι μικρές γεωργικές εκμεταλλεύσεις θα χάνονταν οριστικά. Η συγκέντρωση γης που είναι απαραίτητη σε μια τέτοια επιλογή, θα σήμαινε ότι χιλιάδες εκμεταλλεύσεις θα έχαναν τον οικογενειακό χαρακτήρα που έχουν σήμερα και θα μετατρέπονταν σε μικρά κομμάτια μιας μεγάλης επιχείρησης, κάτι που θα υπέσκαπτε τον κοινωνικό χαρακτήρα μιας μεγάλης μερίδας του πληθυσμού μας.
Το μοντέλο, της εξασφάλισης κατά προτεραιότητα «επάρκειας» προϊόντων στο εσωτερικό της χώρας με τη μεγάλη ποικιλία των ποιοτικών προϊόντων που υποστηρίζει η πλούσια βιοποικιλότητά μας, μοιάζει πιο λογική και από οικονομική, κοινωνική σκοπιά, αλλά και περιβαλλοντική σκοπιά. Στην επιλογή αυτή η ανάγκη για εξαγωγικά προϊόντα θα μπορούσε να ικανοποιηθεί από την παραγωγή προϊόντων πιστοποιημένης ποιότητας, αλλά και επεξεργασίας αυτών με παραγωγή νέων προϊόντων, δημιουργώντας προστιθέμενη αξία σε όφελος των παραγωγών, αλλά και των καταναλωτών. Το μοντέλο αυτό, που είναι το σωστό κατά την άποψή μας, φαίνεται ότι υιοθετεί και η Περιφέρεια Θεσσαλίας, όπως σημείωσε ο Περιφερειάρχης στην πρόσφατη εκδήλωση που διοργάνωσε ο βουλευτής κ. Β. Κόκκαλης για την ανασυγκρότηση της Θεσσαλίας.
Οι δεύτεροι, αλλά εξίσου σημαντικοί παράγοντες πέραν της οικονομικής βιωσιμότητας των εκμεταλλεύσεων είναι οι περιβαλλοντικοί. Εξετάζοντας λοιπόν τις επιλογές μας και από αυτή την οπτική γωνία, βλέπουμε ότι η επιλογή των μεγάλων εκμεταλλεύσεων με κύριο στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας, οδηγεί σε βλαπτικές για το περιβάλλον επιπτώσεις και κυρίως στη μείωση της ανεκτίμητης βιοποικιλότητας της ελληνικής υπαίθρου και λόγω της εντατικοποίησης στην επιβάρυνση του περιβάλλοντος λόγω των αυξημένων εισροών.
Επί πλέον πολύ αρνητική είναι η επίπτωση στη ρήξη της κοινωνικής συνοχής που θα προκληθεί από την απώλεια της οικογενειακότητας μεγάλου αριθμού γεωργικών εκμεταλλεύσεων που κρατούν πληθυσμό στην ύπαιθρο, προστατεύοντας το περιβάλλον.
Πώς γίνεται η επιλογή των καλλιεργειών
Μετά το πρώτο βασικό στάδιο της επιλογής του μοντέλου παραγωγής ακολουθεί η αναδιάρθρωση των καλλιεργειών με βάση τις απαιτήσεις του μοντέλου που έχει επιλεγεί. Η διαδικασία όμως που πρέπει να ακολουθηθεί δεν είναι απλή, απαιτεί σοβαρή μελέτη και έρευνα που έχει σημαντική διάρκεια. Και τούτο διότι οι επιλεγόμενες καλλιέργειες που θα αντικαταστήσουν τις υπάρχουσες (μερικές ή/και όλες εάν αποδειχθεί σωστό) θα πρέπει πριν εισαχθούν στην παραγωγική διαδικασία να δοκιμασθούν στο νέο πραγματικό περιβάλλον. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με καλά σχεδιασμένες μελέτες προσαρμοστικότητας.
Η επιλογή των καλλιεργειών που θα δοκιμαστούν πρέπει να είναι συμβατές με τις προβλέψεις για την πορεία της ΚΑ.
Για το θέμα αυτό έχει ήδη εκπονηθεί Εθνικό Σχέδιο Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή (ΠεΣΠΚΑ) που βασίστηκε σε σχετική μελέτης Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ). Σύμφωνα με τη μελέτη αυτή και με βάση το ακραίο σενάριο (RCP8.5), σύμφωνα με το οποίο θα έχουμε αύξηση της θερμοκρασίας κατά 3.7 οC μέχρι τέλους του αιώνα, το οποίο θεωρείται και το πιο πιθανό με βάση τα αποτελέσματα της COP27, οι καλλιέργειες που θα επιλεγούν πρέπει να λάβουν υπόψη τα παρακάτω για τις ήδη υπάρχουσες: Τα πιο ευαίσθητα φυτά στην ΚΑ είναι εκείνα που ανήκουν στην κατηγορία C3 (σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, σίκαλη, ρύζι, βαμβάκι, καπνός, ηλίανθος, τα περισσότερα φρούτα και κηπευτικά) και πιο ανθεκτικά τα φυτά της κατηγορίας C4 – (καλαμπόκι και μερικά κηπευτικά). Το πιο ανθεκτικό από τα φυτά που καλλιεργούνται στη Θεσσαλία εμφανίζεται το βαμβάκι κάτω από όλα τα σενάρια. Η Θεσσαλία είναι στις περιοχές με τη μεγαλύτερη τρωτότητα (βλ. αναφορά).
Για οποιαδήποτε νέα καλλιέργεια, η μελέτη προσαρμοστικότητας πρέπει να περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο τα παρακάτω: Περιγραφή των εδαφοκλιματικών απαιτήσεων του φυτού, των καλλιεργητικών μέτρων, την οικονομική σημασία του με εξέταση της ζήτησης της αγοράς (εσωτερικής και εξωτερικής) και διετή τουλάχιστο πειραματισμό στον αγρό σε αντιπροσωπευτικές θέσεις με βάση τα εδαφοκλιματικά χαρακτηριστικά, με αντικείμενο την απόδοση και ποιότητα των προϊόντων, τον υπολογισμό των περιβαλλοντικών αποτυπωμάτων (νερού και διοξειδίου του άνθρακα) και τα οικονομικά αποτελέσματα. Επί πλέον η μελέτη πρέπει να απαντά στο ερώτημα των δυνατοτήτων επεξεργασίας των προϊόντων και της δυνατότητας ανάπτυξης σχετικών υποδομών. Τέλος η μελέτη πρέπει να εκπονεί και σχετικό οδηγό καλλιέργειας για τον παραγωγό που θα τον καθοδηγεί σε όλες τις φάσεις μέχρι την απόκτηση της απαιτούμενης εμπειρίας. Μία τέτοια πρόταση υποβλήθηκε στο ΥΠΑΑΤ από το Ινστιτούτο Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών το 2016 για την βιομηχανική κάνναβη, η οποία δυστυχώς δεν υιοθετήθηκε και η άδεια για την καλλιέργεια δόθηκε χωρίς ουσιαστική μελέτη με τα γνωστά αποτελέσματα στην εξέλιξη της καλλιέργειας, δηλαδή ουσιαστικά την απώλεια μιας καλής ευκαιρίας για τον πρωτογενή τομέα.
Πρόσφατα παρουσιάστηκαν ερευνητικά αποτελέσματα για μια νέα ενδιαφέρουσα καλλιέργεια, την κινόα. Ελπίζουμε να μη γίνουν τα ίδια λάθη και «καεί» και αυτή, όπως η κάνναβη και οι άλλες που επιχειρήθηκε να εισαχθούν στην παραγωγή χωρίς την απαραίτητη μελέτη, όπως προαναφέρθηκε. Τελειώνοντας, σημειώνεται ότι η δημιουργία των αγροκλιματικών ζωνών που θα ενσωματώνουν τις απαραίτητες βασικές εδαφοκλιματικές πληροφορίες για οποιαδήποτε νέα καλλιέργεια θεωρείται αυτονόητη προϋπόθεση. Αναφορά: Τσαντήλας, Χ. 2023. Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στον πρωτογενή τομέα της γεωργίας: Πολιτικές & μέτρα προσαρμογής. Εκδήλωση Ινστιτούτου ΕΝΑ, Αθήνα, ImpactHub. 21-2-23.