Πολύ συνοπτικά, τρόφιμα, ζωοτροφές, φυτικές ίνες, καύσιμα και όσα άλλα αγαθά χρειάζεται ο άνθρωπος προέρχονται από τη γεωργία. Ακόμα, πολύ σημαντικές λειτουργίες των οικοσυστημάτων, όπως η παροχή νερού και η δέσμευση ή απελευθέρωση άνθρακα στην ατμόσφαιρα, σχετίζονται στενά με αυτήν. Παράλληλα, διαδραματίζει σημαντικό κοινωνικό και οικονομικό ρόλο, παρέχοντας απασχόληση και μέσα διαβίωσης. Εκτιμάται ότι το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού βιοπορίζεται από τη γεωργία, ενώ καλύπτει το 40% του συνόλου της χερσαίας γης. Παρ’ όλα αυτά, η πλειονότητα των φτωχότερων και πεινασμένων πληθυσμών του κόσμου ζει σε αγροτικές περιοχές και εξαρτάται άμεσα από τη γεωργία. Το 90% των γεωργικών εκμεταλλεύσεων παγκοσμίως κατέχει έκταση μικρότερη των 20 στρ. Περισσότερο από το 70% των φτωχών παγκοσμίως ζουν σε αγροτικές περιοχές. 2,1 δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουν με λιγότερα από 2 δολάρια την ημέρα (αναφ. 1). Αυτή, βέβαια, η κατάσταση δεν είναι φυσική νομοτέλεια και παρά τις σχετικές δυσκολίες λόγω της πολυλειτουργικότητας της γεωργίας, μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο, εάν υπάρξει η σχετική βούληση. Σε κάθε περίπτωση, η βιωσιμότητα της γεωργίας είναι προϋπόθεση για τη συνέχιση της ίδιας της ζωής του ανθρώπου. Ποια είναι, όμως, η σύγχρονη πραγματικότητα για τη γεωργία και τη μελλοντική βιωσιμότητα της ίδιας, αλλά και των ανθρώπων που την υπηρετούν;
Η αύξηση της ζήτησης τροφίμων λόγω της πολύ γρήγορης αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού, καθώς και της αλλαγής στις διαιτητικές συνήθειες, οδήγησε σε αύξηση της πίεσης στους φυσικούς πόρους, τη γη και το νερό. Η αύξηση, επίσης, της τιμής των ορυκτών καυσίμων και η στροφή προς τα ενεργειακά φυτά των ΗΠΑ, αλλά και η Οδηγία για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) (Directive 2009/28/EC) αύξησαν τις απαιτήσεις για παραγωγή βιοκαυσίμων και επομένως, τις ανάγκες για περισσότερη γη και νερό. Αποτέλεσμα αυτών ήταν η έντονη στροφή επιχειρήσεων και κυβερνήσεων σε επενδύσεις απόκτησης γης ως μέρος μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής για παραγωγή τροφίμων και ενέργειας. Αυτό οδήγησε σε συνεχή συγκέντρωση της γης, η οποία προέρχεται κατά κανόνα από μικροκαλλιεργητές με πολύ χαμηλή οικονομική κατάσταση, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η σταδιακή δομική αλλαγή του γεωργικού τομέα. Το 2010 η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμούσε ότι από το 2008 είχαν αποκτηθεί από επιχειρήσεις περίπου 450 εκατ. στρ., με συμφωνίες γης, οι περισσότερες των οποίων αφορούσαν εκτάσεις που κυμαίνονταν μεταξύ 100 χιλ. και 2 εκατ. στρ. Επιπλέον, όπως ανέφεραν διάφορα ιδρύματα [π.χ. η Παγκόσμια Τράπεζα (Π.Τ.), ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας (F.A.O.) και το Διεθνές Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (IFAD)], πολλές συμφωνίες έκλεισαν με περιορισμένη ή χωρίς καθόλου διαβούλευση με τον τοπικό πληθυσμό, με πολύ μικρή αποζημίωση των ιδιοκτητών γης και χωρίς τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας ή την ενίσχυση της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας (αναφ. 2). Η όλη διαδικασία συχνά συνοψίζεται στη φράση «μεγάλωσε ή φύγε» («grow or go»), που δείχνει τις εκβιαστικές συνθήκες κάτω από τις οποίες γίνεται η παράδοση της γης, που έχει τη μορφή της εξαγοράς ή της μακρόχρονης ενοικίασης.
Το φαινόμενο της συγκέντρωσης της γης σε συνεχώς λιγότερους, που επικράτησε να καλείται «αρπαγή γης» («land grabbing»), διότι η παράδοση της γης γίνεται κάτω από συνθήκες που δεν επιτρέπουν την ελεύθερη απόφαση των ιδιοκτητών, συνδέεται με ταυτόχρονη ιδιοποίηση και νερού, που περιλαμβάνεται στη γη που «αρπάζεται» και αποκαλείται κατ’ αναλογία «αρπαγή νερού» («water grabbing»). Και τα δύο φαινόμενα έχουν ήδη αποκτήσει τεράστιες διαστάσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά άρχισε να αποκτά σημαντικό ενδιαφέρον και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και τα τελευταία χρόνια επεκτείνεται και στη χώρα μας. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (αναφ. 3), η αρπαγή γης σε παγκόσμιο επίπεδο έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις. Το 2015 οι εκτιμήσεις ήταν ότι περισσότερα από 83 εκατ. εκτάρια είχαν μεταβιβαστεί σε 1.217 κτηματικές συναλλαγές. Οι περισσότερες γεωργικές εκτάσεις πουλήθηκαν στην Αφρική (ποσοστό περίπου 5% της γεωργικής γης), ακολουθούσαν η Ασία (περί τα 18 εκατ. εκτάρια) και η Λατινική Αμερική (7 εκατ. εκτάρια). Στην Ευρώπη το φαινόμενο είναι πιο περιορισμένο και γίνεται με πιο ήπιους τρόπους. Παρατηρείται, όμως, το ανησυχητικό φαινόμενο, ενώ η γεωργική γη συνεχώς συρρικνώνεται, η ιδιοκτησία να συγκεντρώνεται σε συνεχώς λιγότερα χέρια. Το 1% των γεωργικών εκμεταλλεύσεων σε ολόκληρη την Ευρώπη ελέγχει το 20% της γεωργικής γης, ενώ το 3% των γεωργικών εκμεταλλεύσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση ελέγχει το 50% των γεωργικών γαιών και το 80% αυτών ελέγχει μόλις το 14.5% της γεωργικής γης. Το 2015 είχαν μεταβιβαστεί («αρπαχθεί») 166.359 εκτάρια, με τη Ρουμανία να έχει το μεγαλύτερο ποσοστό (82%) και το υπόλοιπο να ανήκει στη Λιθουανία και τη Βουλγαρία. Τεράστιες διαστάσεις έχει το φαινόμενο και στην Ουγγαρία, που μαζί με τη Ρουμανία είναι οι πρωταθλήτριες στον τομέα αυτόν. Προκειμένου να γίνει αντιληπτό το μέγεθος των επιχειρήσεων που συγκεντρώνουν («αρπάζουν») τη γη, αναφέρεται ότι η μεγαλύτερη γεωργική επιχείρηση στη Ρουμανία διαχειρίζεται 650.000 στρ., στη Γερμανία 380.000 στρ. και στην Εσθονία η αντίστοιχη επιχείρηση έχει στην κυριότητά της 2.000 αγελάδες, με στόχο να τις αυξήσει σε 3.300. Εδώ πρέπει να σημειωθεί η καταστρεπτική ρύθμιση της Κ.Α.Π. οι ενισχύσεις να καθορίζονται με βάση την έκταση και όχι την παραγωγή, που θεριεύει τη διάθεση των επιχειρήσεων για αρπαγή γης. Αυτό οδηγεί σε πραγματικά απαράδεκτα αποτελέσματα, όπως αυτό που συνέβη το 2009 στη Βουλγαρία, όταν το 2,8% του συνόλου των γεωργικών εκμεταλλεύσεων έλαβαν το 67% των ενισχύσεων!
Ας δούμε, όμως, τις συνέπειες αυτής της τάσης που δημιουργείται με βασικό κίνητρο την κερδοσκοπία των μεγάλων εταιρειών. Κατ’ αρχάς, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι τα παραγόμενα προϊόντα εξάγονται σε χώρες που αποδίδουν το μεγαλύτερο κέρδος ή επιλύουν σοβαρά προβλήματα επισιτιστικής επάρκειας. Οι εταιρείες που συγκεντρώνουν γεωργική γη είναι σε μεγάλο ποσοστό κινεζικές ή «εγχώριες», αλλά με πολυεθνικό χαρακτήρα, που σημαίνει ότι αδιαφορούν πλήρως για όποιες οικονομικο-κοινωνικές συνέπειες μπορεί να προκληθούν στη χώρα που επενδύουν. Η αρπαγή της γης συνεπάγεται εκτοπισμό των μικρών γεωργικών εκμεταλλεύσεων που κατείχαν τη γη, με ταυτόχρονες επιπτώσεις την απώλεια θέσεων εργασίας και καταστροφή της κοινωνικής συνοχής στις αγροτικές περιοχές. Τα αποτελέσματα που παράγονται από την αρπαγή της γης είναι μη αναστρέψιμα, διότι οι μικροί παραγωγοί και οι νέοι αγρότες είναι αδύνατο να ανταγωνιστούν αυτές τις επιχειρήσεις, με δεδομένη και την αδυναμία απόκτησης χρηματοδοτικών κεφαλαίων από το τραπεζικό σύστημα. Το ζήτημα, λοιπόν, είναι τι είδους γεωργία θέλουμε, οικογενειακή που προσαρμόζεται άριστα στον μικρό γεωργικό κλήρο της Ελλάδας ή αυτή που άρχισε να προβάλλεται, των μεγάλων επιχειρήσεων, όπως μας προτείνει η HVA για τη Θεσσαλία (βλ. «ΕτΔ», 29-4-24, «Αρπαγή γεωργικής γης»: Ένα φαινόμενο που απειλεί τη γεωργία της Ελλάδας»).
Ο ισχυρισμός ότι η συγκέντρωση της γης αυξάνει τις αποδόσεις δεν ισχύει, όπως αποδεικνύουν τα στοιχεία του F.A.O., σύμφωνα με τα οποία περισσότερες από 90% των γεωργικών εκμεταλλεύσεων είναι οικογενειακής μορφής, καλλιεργώντας το 75% των γεωργικών εκτάσεων παγκοσμίως και παράγοντας το 80% της παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων. Ένα ηχηρό παράδειγμα της καταστροφικής αυτής επιλογής, να συγκεντρωθεί, δηλαδή, η γεωργική γη σε λίγα χέρια, είναι αυτό της Σκωτίας, στην οποία πριν από 200 χρόνια μία μεγάλη της έκταση (20.000 εκταρίων), στην οποία ζούσαν 2 εκατ. αγρότες, πουλήθηκε σε επενδυτές που ανάπτυξαν βιομηχανική γεωργία. Τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά. Η περιοχή παραμένει μέχρι σήμερα ακατοίκητη και η Πολιτεία αναζητά τρόπους επαναφοράς των κατοίκων, όπου θα χρησιμοποιηθεί ένα παραγωγικό μοντέλο βασιζόμενο σε μικρές οικογενειακές εκμεταλλεύσεις, κάτι, όμως, που είναι ιδιαίτερα δαπανηρό.
Το ερώτημα, λοιπόν, παραμένει και είναι βασανιστικό για όλους, και ιδιαίτερα για όλες τις μορφές εξουσίας, κυβέρνηση, τοπική αυτοδιοίκηση, κοινωνικές και επαγγελματικές συλλογικότητες, και τους απλούς πολίτες, με πρώτους τους αγρότες. Η τάση αρπαγής της γης είναι πλέον εμφανής στη χώρα και ιδιαίτερα στη Θεσσαλία, ιδίως μέσω της βουλιμίας που δείχνουν τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα να «αρπάξουν» τη γεωργική γη βασιζόμενη σε μια υποκριτική περιβαλλοντική πολιτική υπέρ των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και να εξωθήσουν σε φυγή τους μικρούς και νέους αγρότες προς την οικονομική και κοινωνική προσφυγιά. Θα συναινέσουμε σε αυτήν την καταστροφή; Αυτό είναι το πραγματικό δίλημμα για την ελληνική γεωργία σήμερα. Και η απάντηση σε αυτό θα δείξει το πραγματικό μας ενδιαφέρον για τη γεωργία.Αναφορές: 1) Mclntype et al. 2019. International Assessment of Agricultural Knowledge, Science and Technology for Development. 2009. Global Report, pp. 607.
2) Rulli et al. 2013. Global land and water grabbing. PNAS: 892-897.
3) ΝΑΤ/632. 2015. Αρπαγή γης-στην Ευρώπη/Οικογενειακή γεωργία.
* Ο Χρίστος Τσαντήλας είναι γεωπόνος, δρ. Εδαφολογίας, πρ. διευθυντής Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ (e-mail: christotsadilas@gmail.com)