δυνατότητες της παραγωγικής διαδικασίας και δημιουργούσαν σοβαρά εμπόδια στην καθημερινή τους ζωή.
Οπότε, αναμφίβολα, η μελέτη του Ιταλού μηχανικού Νόμπιλε το 1913 αποτέλεσε σταθμό και σημείο αναφοράς στη μακρά πορεία επίλυσης του υδατικού προβλήματος. Με τη μετέπειτα, βέβαια, τεράστια συνεισφορά του αειμνήστου συμπολίτη, γεωπόνου και καθηγητή του ΚΑΤΕ Λάρισας Γιώργου Χατζηλάκου, όσον αφορά την αποξήρανση αρχικά και τον επανεμπλουτισμό αργότερα της Κάρλας με τα νερά του Πηνειού. Αυτό αναφέρει η Ε.Δ.Υ.ΘΕ., ανατρέχοντας στις «πηγές » των σημερινών προβλημάτων του υδατικού στη Θεσσαλία, ευελπιστώντας πως η ιστορική γνώση γύρω από το θέμα θα γίνει ίσως αφορμή προβληματισμού για τα δέοντα του σήμερα. Όχι μόνο από τους καθ’ ύλην αρμόδιους για την επίλυση του διαχρονικού προβλήματος, αλλά και τους απλούς πολίτες, που πλέον ξέρουν ή έστω μαθαίνουν…
Πιο συγκεκριμένα:
ΕΡΩΤΗΣΗ «Ε»:
Οι σύγχρονες γενιές των Θεσσαλών ακούνε και διαβάζουν για τις δεκαετίες που πέρασαν χωρίς να έχει δοθεί λύση στο υδατικό πρόβλημα της Θεσσαλίας. Ποια περίοδο της νεότερης ιστορίας της χώρας μας και με ποιο χαρακτηριστικό γεγονός μπορούμε να ορίσουμε ως την ουσιαστική έναρξη αυτής της προσπάθειας;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ Ε.Δ.Υ.ΘΕ.:
Είναι βέβαιο πως τα μεγάλα προβλήματα που προκαλούσαν τα νερά στη Θεσσαλία διαχρονικά, από την αρχαιότητα έως την προσάρτησή της στο νεότερο Ελληνικό κράτος (1881), είχαν απασχολήσει τους κατοίκους της, αλλά και τους κατά καιρούς κατακτητές της.
Οι εκατοντάδες χιλιάδες στρεμμάτων με ελώδεις εκτάσεις και οι βάλτοι που σε μόνιμη βάση υπήρχαν στα δυτικά και στα ανατολικά του θεσσαλικού κάμπου είχαν τεράστιες επιπτώσεις στην υγεία των κατοίκων, κυρίως με τη μάστιγα της ελονοσίας, ενώ παράλληλα περιόριζαν τις δυνατότητες της παραγωγικής διαδικασίας και δημιουργούσαν σοβαρά εμπόδια στην καθημερινή τους ζωή.
Επιπλέον, οι συχνές πλημμύρες και οι κατακλύσεις του Πηνειού και των παραποτάμων δεν επέτρεπαν την προστασία των αγρών, των οικισμών και των όποιων υποδομών υπήρξαν έως και την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Με το τέλος του 19ου αιώνα είχε πλέον γίνει ευρέως αποδεκτή η άποψη πως η αιμορραγία του δημόσιου ταμείου από τις εισαγωγές σιταριού και άλλων δημητριακών μέσω Ρωσίας, Ουκρανίας και Ρουμανίας για την κάλυψη των διατροφικών αναγκών του λαού μας θα μπορούσε να περιοριστεί μόνο με την αξιοποίηση των πεδινών εκτάσεων στη Θεσσαλία και στην περιοχή της Άρτας που πρόσφατα είχαν προσαρτηθεί στην ελληνική επικράτεια.
Όπως έγραφε και ο αείμνηστος καθηγητής Γ. Χατζηλάκος, βασικές προϋποθέσεις για την επίτευξη αυτού του στόχου ήταν οι αλλαγές στο ιδιοκτησιακό καθεστώς και στις εδαφοϋδατικές συνθήκες για την ανάπτυξη των καλλιεργουμένων φυτών.
Οι σχετικές προσπάθειες άρχισαν την περίοδο Χ. Τρικούπη με την τοπογραφική αποτύπωση της περιοχής που υλοποιήθηκε από τη γαλλική (στρατιωτική) αποστολή (1887), τα διαγράμματα, όμως, της οποίας, με την ήττα στον «ατυχή» ελληνοτουρκικό πόλεμο (1897), βρέθηκαν στα χέρια των Τούρκων.
Νέες τοπογραφικές εργασίες παραγγέλθηκαν το 1901, οι οποίες μαζί με βροχομετρικά και υδρομετρικά στοιχεία παραδόθηκαν το 1910.
Ακλούθησε σχετική ανάθεση μελέτης για τα αναγκαία υδραυλικά έργα στην Ιταλική Κυβέρνηση και έτσι φθάσαμε στο 1913, μια χρονιά που παραδόθηκε από τον Ιταλό μηχανικό Ι. Νόμπιλε η πρώτη ολοκληρωμένη «ΜΕΛΕΤΗ ΕΡΓΩΝ ΑΝΤΙΠΛΗΜΜΥΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΞΥΓΙΑΝΣΕΩΣ», συνοδευόμενη από τον προϋπολογισμό δαπάνης των έργων.
Αυτή κατά την άποψή μας υπήρξε η πρώτη ολοκληρωμένη προσέγγιση επίλυσης του υδατικού προβλήματος Θεσσαλίας.
Παρά τις όποιες αμφισβητήσεις ή/και την πολεμική που συνάντησαν κάποιες από τις προτάσεις του σημαντικού αυτού Ιταλού μηχανικού, το βασικό του σκεπτικό και η φιλοσοφία της μελέτης του διαμόρφωσαν τις σταθερές για την υλοποίηση μικρών και μεγάλων παρεμβάσεων στη Θεσσαλία, ενώ πολλά από τα συμπεράσματά της διατηρούν έως και σήμερα, 110 χρόνια μετά, την αξία τους.
Παραθέτουμε ενδεικτικά ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα γενικών παρατηρήσεων και σκέψεων του Νόμπιλε:
«Εκ των μέχρι τούδε εντεθέντων διαφαίνονται εν τοσούτω καθαρώς αι δύσκολοι και σοβαραί συνθήκαι υπό τας οποίας ευρίσκεται η θεσσαλική παιδιάς, είτε λόγω των κατακλίσεων, των προερχομένων εκ της υδραυλικής αταξίας των ποταμών και χειμάρρων της, είτε λόγω της ελλείψεως διεξόδου εκροής των υδάτων των λιμναζόντων επί εκτεταμένων χαμηλών τμημάτων της χώρας».
«….αι πλημμύραι εις ας υπόκεινται τα διάφορα ρεύματα, μη περιοριζόμεναι πάντοτε εντός των οικείων κοιτών, εκχειλίζουσιν επί μεγάλων τμημάτων της διαδρομής των εις ανυπερασπίστους πεδιάδας αίτινες παραμένουσι κατακεκλυσμέναι κατά χρονικάς περιόδους μεγαλυτέρας ή μικροτέρας διάρκειας, και ότι πολλαί ελώδεις ζώναι, περιοδικώς ή διαρκώς κατακλυζόμεναι, αφαιρούνται εκ της γεωργίας και καθίστανται εστίαι νοσηραί».
«Μια τόσον αξιοθρήνητος κατάστασις δεν ήτο δυνατόν να αφήσει αδιάφορον την Ελληνικήν Κυβέρνησιν, ήτις προ καιρού απεφάσισε την εκτέλεσιν των αναγκαίων έργων…. Αναντιρρήτως μεγίστην ωφέλειαν θα αρυσθώσιν η υγεία και η Εθνική οικονομία και ειδικώς εάν, εις την από των πλημμυρών άμυναν και την εξυγίανσιν των εκτεταμένων γαιών… επακολουθήσει η άρδευσις και ο αγροτικός εποικισμός των αποκαλυφθησομένων γαιών, αίτινες λόγω ευφορίας του εδάφους και ευνοϊκών κλιματολογικών συνθήκων είναι επιδεκτικαί των ποικιλώτερων και πλουσιώτερων καλλιεργειών».
Εκτός από τις γενικές διαπιστώσεις, η μελέτη Νόμπιλε προσέφερε συγκεκριμένες τεχνικές λύσεις σε όλα τα επιμέρους τμήματα της θεσσαλικής πεδιάδας.
Ξεχωρίζουμε εκείνη που αφορά την περιοχή των ελών και του λιμναίου τμήματος της Κάρλας, για τα οποία ο Νόμπιλε πρότεινε τον «Σχηματισμό εν τη χαμηλωτέρα ζώνη της λίμνης συλλεκτηρίου λεκάνης εχούσης την απαιτούμενην χωρητικότητα όπως περιλαμβάνη άπαντα τα εκ της λεκάνης απορροής προερχόμενα ύδατα», ενώ για τη θέση της πρότεινε να «….καταλαμβάνει το ταπεινώτερον μέρος της λίμνης, εν τη Ν.Α. άκρα και περιορίζεται δι’ αναχώματος μήκους 6.100 μ. ως φαίνεται στην οριζοντιογραφίαν».
Για την εκκένωση των υδάτων και των παρακειμένων ελών πριν την πραγματοποίηση των αναγκαίων έργων, ο Νόμπιλε διατυπώνει την άποψη πως «….το μάλλον ενδεικνυόμενον μέσον… προς επίτευξιν της πλήρους εκροής των υδάτων της λεκάνης απορροής είναι η διά των ορέων, άτινα χωρίζουσι την λίμνην από το κόλπον του Βόλου, διάτρησις της σήραγγας εκροής».
Τέλος, προτείνει: «Τα συναθροισθέντα εις την ρηθείσαν λεκάνην ύδατα… διά της χρησιμοποιήσεως των προς άρδευσιν των πέριξ γαιών».
Τα παραπάνω αποδεικνύουν με αδιαμφισβήτητο τρόπο πως η βασική ιδέα και ο σκοπός της εκκένωσης υδάτων και ελών από την ευρύτερη περιοχή της Κάρλας, καθώς και η δημιουργία της νέας τεχνητής λίμνης (με σχεδόν εκατό χρόνια καθυστέρηση) διατυπώθηκε και τεκμηριώθηκε εκείνη ακριβώς την εποχή και βεβαίως ουδεμία σχέση έχει με τα φληναφήματα όσων ισχυρίζονται πως η λίμνη …αποξηράνθηκε για να αποδοθούν πρόσθετες εκτάσεις για καλλιέργεια !
Προφανώς όλοι αυτοί απλά αγνοούν την ιστορία του τόπου τους, αλλοιώνουν την πραγματική σκοπιμότητα των έργων και επιδίδονται σε επιστημονικοφανείς «αναλύσεις», με περίσσεια υποκρισίας και λαϊκισμού, όπως για παράδειγμα ορισμένοι που αποδίδουν στους Θεσσαλούς προγόνους μας αδιαφορία για το περιβάλλον και απληστία για ίδιον όφελος, παραβλέποντας εντελώς τις συνθήκες εκείνης της εποχής και το βασικό χαρακτηριστικό της Κάρλας που ήταν η απουσία διεξόδου και ανανέωσης των υδάτων της.
Αναμφίβολα, λοιπόν, η μελέτη Νόμπιλε αποτέλεσε σταθμό και σημείο αναφοράς στη μακρά πορεία επίλυσης του υδατικού προβλήματος. Στη συνέχεια και μετά την υπερδεκαετή δραματική περίοδο των πολέμων από το 1912 έως τη Μικρασιατική καταστροφή, η χώρα αναζήτησε και πάλι έναν βηματισμό ανάπτυξης και προόδου. Ακολούθησαν οι προβληματισμοί για τα έργα που θα γίνουν (ιδιαίτερα τα αντιπλημμυρικά - εξυγιαντικά) και για τον τρόπο χρηματοδότησής τους.
Ταυτόχρονα, μέσα από εντάσεις, φθάσαμε στη μερική επίλυση του ιδιοκτησιακού ζητήματος των τσιφλικιών, που και αυτά ανάγονται στην περίοδο λίγο πριν την προσάρτηση της Θεσσαλίας.
Έγραψε για το θέμα αυτό ο αείμνηστος δημοσιογράφος Λάζαρος Αρσενίου (ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 26/11/2017):
«Με την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881 ο τότε πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κουμουνδούρος συνήψε δάνειο 140 εκατ. γαλλικών φράγκων, για να χρησιμοποιήσει ένα μέρος του σε αντιπλημμυρικά έργα… να παραγάγει σιτάρι και τρόφιμα, να σταματήσουν έτσι οι εισαγωγές τους και να ισοσκελιστεί ο προϋπολογισμός.
Το άλλο μέρος του δανείου να χρησιμοποιηθεί για την ενίσχυση των αγροτών στους οποίους θα διανέμονταν τα τσιφλίκια, όπως τα είχε κάνει ο Κουμουνδούρος στη Στερεά Ελλάδα. Το αστικοτσιφλικάδικο καθεστώς με τα ανάκτορα και τους Άγγλους ανέτρεψαν τον Κουμουνδούρο και έκαναν πρωθυπουργό τον Χαρίλαο Τρικούπη με τη δικαιολογία της «δεδηλωμένης». Ο Τρικούπης ματαίωσε τη διανομή των τσιφλικιών, πηρέ το δάνειο και το χρησιμοποίησε για διορισμούς και έργα σε άλλες περιοχές. Ο Δήμος Λαρισαίων χαρακτήρισε τον Τρικούπη εχθρό της Θεσσαλίας και δεν έβαλε σε δρόμο το όνομά του... Αντιθέτως, ο Δήμος Λαρισαίων τίμησε τον Κουμουνδούρο με προτομή στην Κεντρική πλατεία με αφιέρωση «Τω υπερτάτω πολιτικώ και ελευθερωτή της Θεσσαλίας» και με το όνομά του σε μεγάλο δρόμο…».
Η συνέχεια της εξέλιξης των έργων υδάτων στη Θεσσαλία δόθηκε με την υλοποίηση των εξυγιαντικών έργων του Μεσοπολέμου.
Η σχετική σύμβαση με την αγγλική εταιρεία ΜΠΟΥΤ υπογράφηκε το 1929, τα έργα, όμως, άρχισαν το 1934, συνεχίστηκαν έως τον πόλεμο και ολοκληρώθηκαν μετά τον Εμφύλιο πόλεμο από ελληνικές εταιρείες.
Τα έργα αυτά θωράκισαν σε σημαντικό βαθμό την αντιπλημμυρική προστασία πόλεων, οικισμών και γεωργικών εκτάσεων, και επέτρεψαν μια σημαντική και γρήγορη ανάπτυξη των αναγκαίων υποδομών (οδοποιία κ.λπ.) στην «καθαρή» πλέον θεσσαλική πεδιάδα από έλη και ανεξέλεγκτες κατακλύσεις.
Σε ό,τι αφορά την Κάρλα, η παρέμβαση εκεί άρχισε το 1962 με την εκκένωση που προαναφέραμε, όμως η δεύτερη φάση του έργου, δηλαδή η δημιουργία της περιεγραμμένης τεχνητής λίμνης και ο μηχανισμός ανανέωσης των υδάτων με διοχέτευσή τους σε αρδεύσεις, καθυστέρησε κατά 25 τουλάχιστον χρόνια, με την υπόθεση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος να αποτελεί τη βασικότερη αιτία.
Από τα παραπάνω μπορεί κανείς να αντιληφθεί πως έστω και με καθυστέρηση και παρά τις ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες, οι πρόγονοί μας παρέδωσαν στις επόμενες γενιές, στη βάση ενός καλά επεξεργασμένου γενικού σχεδιασμού, ένα αξιοθαύμαστο σύνολο έργων και υποδομών υδάτων.
Και ας μην ξεχνάμε το υδροηλεκτρικό έργο Ν. Πλαστήρα, με το οποίο η Θεσσαλία μετά τον πόλεμο απέκτησε έναν σημαντικό ταμιευτήρα πολλαπλού σκοπού, που ακόμη και σήμερα αποτελεί ουσιαστικά το βασικό έργο αποθεμάτων νερού για αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων στον κάμπο (όπως π.χ. η φετινή λειψυδρία).
Και τίθεται το ερώτημα: Μετά από όλα αυτά τα επιτεύγματα, αξίζει στις τρέχουσες γενιές να μην έχει «κλείσει» η υπόθεση των αντιπλημμυρικών έργων πέριξ του θεσσαλικού κάμπου, να μην έχουν ακόμη δημιουργηθεί τα απαιτούμενα αποθέματα νερού για την ξηρασία και την προϊούσα ερημοποίηση, να μην μπορούν να διατεθούν οι αναγκαίες ποσότητες για τις αρδεύσεις χωρίς να θυσιάζεται συνειδητά, μέσα από την απόγνωση των γεωργών, η βιωσιμότητα των υπόγειων υδροφορέων και των ποτάμιων οικοσυστημάτων;
Και πώς αισθάνεται ένας προβληματισμένος νέος πολίτης όταν βλέπει πως ακόμη και σήμερα η Θεσσαλία (και η χώρα γενικότερα) κινείται χωρίς επιστημονικά επεξεργασμένο μεσοπρόθεσμο πλάνο στο υδατικό ζήτημα, όταν η διαχείριση υδάτων ασκείται προβληματικά, όταν οι πολιτικοί μας με τη μειωμένη αίσθηση ευθύνης επικεντρώνονται κυρίως στην επικοινωνία τους, με τα «χιλιάδες έργα» που εκτελούν, με τα δισεκατομμύρια που προπαγανδίζουν ότι μοιράζουν, με τις δήθεν «δωρεάν» αρδεύσεις κ.ο.κ.;
Και τι πρέπει να σκεφθούμε όταν τους αρμόδιους για τον πρωτογενή τομέα υπουργούς ο Πρωθυπουργός τους αλλάζει σαν τα πουκάμισα (τρεις διαφορετικοί μέσα σε λιγότερο από 4 χρόνια ο κ. Μητσοτάκης) και εκείνοι λειτουργούν κάτι σαν «διεκπεραιωτές» που απλά μοιράζουν τις επιδοτήσεις της Ε.Ε.;
Και όταν οι αγρότες και οι επιστήμονες ζητάνε «έργα», οι κυβερνήσεις επικαλούνται μονότονα τα όρια της «δημοσιονομικής προσαρμογής»;
Από όλα όσα συμβαίνουν, η άποψή μας για μαχητική ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ επίλυσης των προβλημάτων παραμένει και ενισχύεται.
Ας χρησιμοποιήσουμε όσο περισσότερο μπορούμε και αυτήν την ευκαιρία που μας προσφέρουν οι εκλογές, ώστε σύντομα να δημιουργηθούν προϋποθέσεις υπέρβασης της στασιμότητας στην υπόθεση των υδάτων της Θεσσαλίας, στην οποία συμπυκνώνονται σε μεγάλο βαθμό οι προοπτικές της γεωργίας σε όφελος των αγροτών (μείωση κόστους παραγωγής, αύξηση εισοδήματος κ.λπ.), η ανάπτυξη του δευτερογενούς τομέα επεξεργασίας και μεταποίησης αγροτικών προϊόντων και φυσικά οι συνθήκες προστασίας και βιωσιμότητας των οικοσυστημάτων στην περιοχή μας.
*Γιαννακός Κώστας, γεωπόνος, πρόεδρος Γεωπονικού ΣυλλόγουΛάρισας, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ.
*Γκούμας Κώστας, γεωπόνος, πρ. δ/ντής Εγγείων Βελτιώσεων, πρ. πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ/ Κεντρικής Ελλάδας, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ.
*Μπαρμπούτης Τάσος, πολιτικός μηχανικός, μέλος Δ.Σ. ΕΘΕΜ, πρ. γραμματέας ΤΕΕ/ΚΔΘ, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ.