Ο Θεσσαλός πολιτικός στην ερώτησή του υπογραμμίζει ότι «η πρωτογενής παραγωγή δεν διήλθε αλώβητη από τις επιπτώσεις του κορονοϊού και η Πολιτεία ενισχύει στοχευμένα, σε συνεννόηση με τα αρμόδια ευρωπαϊκά όργανα, τους παραγωγούς αγροτικών προϊόντων που επλήγησαν από την εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων για την προστασία της δημόσιας υγείας.
Ωστόσο, για τα μέτρα ενίσχυσης των ελαιοπαραγωγών που ανακοινώθηκαν υφίστανται αντιδράσεις, καθώς, πλην της ποικιλίας Καλαμών, καμία άλλη ποικιλία επιτραπέζιας ελιάς δεν τυγχάνει στήριξης.
Πιο συγκεκριμένα, ελαιοπαραγωγοί της Λάρισας αδυνατούν να κατανοήσουν την απόφαση της Πολιτείας για την ενίσχυση της επιτραπέζιας ελιάς ποικιλίας Καλαμών και όχι των υπόλοιπων ποικιλιών, όπως Αμφίσσης και Χαλκιδικής, οι οποίες καλλιεργούνται κυρίως στον νομό Λάρισας.
Όπως επισημαίνουν, κατά την περίοδο υποβολής των αιτήσεων για ενίσχυση ενημερώθηκαν ότι δεν ήταν δυνατόν να υποβάλλουν αιτήσεις όσοι καλλιεργούν επιτραπέζιες ελιές των ανωτέρω ποικιλιών.
Μάλιστα, δύο μέρες πριν τη λήξη των αιτήσεων, διαπίστωσαν ότι για τις επιτραπέζιες ελιές Καλαμών υπάρχει η δυνατότητα ενίσχυσης, βάσει των ανακοινώσεων του ΟΠΕΚΕΠΕ (ανακοίνωση 25.11.2020).
Αντιδρώντας στην παραπάνω εξέλιξη, τονίζουν ότι ο διαχωρισμός αυτός είναι άδικος και ότι οι επιπτώσεις της πανδημίας στην ελαιοπαραγωγή δεν διακρίνεται σε ποικιλίες, άλλα αφορούν όλο τον κλάδο της ελαιοπαραγωγής.
Η επιτραπέζια ελιά, λόγω της πτώσης στην κατανάλωση αποτελεί κλάδο που επλήγη σφόδρα από τα περιοριστικά μέτρα υπέρ της διαφύλαξης της δημόσιας υγείας, αφού τα τελευταία προκάλεσαν σημαντική πτώση στην κατανάλωση και βύθιση των τιμών. Προς τούτο ζητούν από την Πολιτεία να αφουγκραστεί το αίτημά τους και να προβεί σε διορθωτικές κινήσεις αίροντας τους περιορισμούς στην επιτραπέζια ελιά με βάση την ποικιλία, και δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο το ενδιαφέρον της για τις επιπτώσεις της πανδημίας στο σύνολο της πληττόμενης ελαιοπαραγωγής».