Τα εμπλεκόμενα μέλη της Ομάδας Εργασίας, ο πρόεδρος του ΕΛΓΟ «Δήμητρα» Ν. Κατής, υπηρεσιακοί παράγοντες του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και φυσικά οι βαμβακοπαραγωγοί, βρέθηκαν στη Λάρισα με πρωτοβουλία του υφυπουργού κ. Κόκκαλη και μέσα από μια ειλικρινή και εποικοδομητική συζήτηση κατέθεσαν προτάσεις με στόχο τη χάραξη της Εθνικής Στρατηγικής για τη βαμβακοκαλλιέργεια.
Εκπρόσωποι των εκκοκκιστών και της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Βάμβακος (ΔΟΒ), των σποροπαραγωγών (ΣΕΠΥ), του Εθνικού Κέντρου Βάμβακος, των Ομάδων Παραγωγών και Αγροτικών Συνεταιρισμών από βαμβακοπαραγωγικές περιοχές της χώρας, καθόρισαν τους στόχους της Εθνικής Στρατηγικής για το βαμβάκι, η οποία θα χαραχθεί για τα έτη 2019-2029.
Η συνεδρίαση χαρακτηρίστηκε απ’ όλους εποικοδομητική, συνοδεύθηκε από πολλές προτάσεις επί τω βελτίω στην αρχική πρόταση που κατέθεσε η Διεπαγγελματική Οργάνωση Βάμβακος με αιχμή του δόρατος την ποιότητα του ελληνικού βαμβακιού και την ανταμοιβή της από την αγορά, το καθεστώς των ποικιλιών και της εκπαίδευσης των παραγωγών.
Ο Β. ΚΟΚΚΑΛΗΣ
Στην εισήγησή του ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Βασίλης Κόκκαλης, αφού ευχαρίστησε καταρχήν όλους όσοι παρέστησαν στη συνεδρίαση της Ομάδας Εργασίας, χαιρέτισε ιδιαιτέρως τη συμμετοχή στην Ομάδα των βαμβακοπαραγωγών, μέσω των συλλογικών τους οργάνων, ενώ με αφορμή την παρουσία του προέδρου του ΕΛΓΟ «Δήμητρα» κ. Κατή έκανε ιδιαίτερη μνεία στην πρωτοβουλία του Οργανισμού να δημιουργήσει το Μουσείο Βάμβακος στην Αβερώφειο Γεωργική Σχολή, ως πρότυπο Εκπαιδευτικό Κέντρο των αγροτών της ευρύτερης περιοχής της Θεσσαλίας.
Ακόμη ο κ. Κόκκαλης ξεκαθάρισε ότι «η Ομάδα Εργασίας θα πραγματοποιεί τουλάχιστον 4 συνεδριάσεις ανά έτος, κυρίως στην περιφέρεια, όπως σε Λάρισα, Καρδίτσα, Λιβαδειά, Γιαννιτσά, Κομοτηνή. Στις πρώτες δύο (τουλάχιστον) συνεδριάσεις του κάθε έτους, ένα από τα πάγια θέματα θα είναι ο απολογισμός δράσεων και το αποτέλεσμα αυτών στη βαμβακοκαλλιέργεια. Στις επόμενες δύο (τουλάχιστον) συνεδριάσεις του κάθε έτους, ένα από τα πάγια θέματα θα είναι ο προγραμματισμός δράσεων σύμφωνα με τη συμφωνημένη στρατηγική βάμβακος για το επόμενο έτος. Η αναθεώρηση της στρατηγικής και ο τυχόν επανακαθορισμός των στόχων αυτής, θα γίνεται κάθε 5 έτη, ήτοι επόμενη αναθεώρηση το 2024 (εκτός κι αν ξαφνικές και ιδιαίτερες απαιτήσεις και συγκυρίες επιτάσσουν την αναθεώρησή της νωρίτερα της διετίας), και πάντα μέσω της ομάδος Βάμβακος που λειτουργεί στο ΥΠΑΑΤ. Στόχοι της Εθνικής Στρατηγικής θα είναι η βελτίωση των οικονομικών δεδομένων της βαμβακοκαλλιέργειας, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του κλάδου μεταποίησης του βάμβακος, η βελτίωση της ποιότητας και η δημιουργία «ταυτότητας» του ελληνικού βάμβακος, η ανάδειξη των φιλοπεριβαλλοντικών χαρακτηριστικών του τρόπου παραγωγής του βάμβακος και η διατήρηση και η διασφάλιση των πόρων της ΚΑΠ για το βαμβάκι.
Καταλήγοντας ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Βασ. Κόκκαλης υποστήριξε πως «αφού καταλήξουμε, όλες οι εμπλεκόμενες –με το βαμβάκι- πλευρές, σε συγκεκριμένο πλαίσιο δράσης και σε ένα δεσμευτικό κείμενο, θα υπογραφεί η σχετική υπουργική απόφαση, ενώ όπου προκύπτουν θέματα με τη νέα ΚΑΠ θα υπογράφεται ένα μνημόνιο συνεργασίας».
ΖΗΤΟΥΜΕΝΟ Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ
Από τη συζήτηση που ακολούθησε διεφάνη η πρόθεση των εκκοκκιστών να δώσουν κίνητρα στους παραγωγούς για να επενδύσουν στην ποιότητα, με τους τελευταίους να υποστηρίζουν ότι μέχρι στιγμής η ποιότητα δεν επιβραβεύεται. Ζήτησαν δε από τον υφυπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης Βασίλη Κόκκαλη να προωθήσει όλες εκείνες τις νομοθετικές ενέργειες που θα μειώσουν το κόστος παραγωγής, ενώ με αφορμή την παρουσία εκπροσώπων σποροπαραγωγών συζητήθηκε εκτενώς, χωρίς να υπάρξει συμφωνία, αν είναι καλό που υπάρχει πανσπερμία ποικιλιών στο βαμβάκι και τι πρέπει να γίνει προκειμένου να αποκτήσει ταυτότητα το ελληνικό βαμβάκι. Όπως χαρακτηριστικά τονίστηκε στη συνεδρίαση «η Ελλάδα είναι από τις λίγες χώρες που δεν χρησιμοποιεί γενετικά τροποποιημένους σπόρους. Σε συνδυασμό με την ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος, η μεταποίηση θα πρέπει να αναζητήσει αγορές που θα μπορούν να πληρώσουν την προστιθέμενη αξία του προϊόντος, π.χ. στα παιδικά ρούχα, μετακυλώντας ένα μέρος των κερδών στους παραγωγούς».
Ρεπ.: Γ. Ρούστας
Φώτ.: Β. Ντάμπλης