Πιο συγκεκριμένα την κοστολόγηση του έργου από το ΥΠΑΑΤ για την κατάρτιση των διαχειριστικών σχεδίων βόσκησης, προκειμένου να δημοσιεύσει τη σχετική προκήρυξη και να καταθέσουν τις προσφορές τους οι μελετητές, αναμένει η Περιφέρεια Θεσσαλίας, ενώ την ίδια ώρα το υπουργείο διαμηνύει ότι περιμένει να ενημερωθεί από την περιφέρεια για το σύνολο των χρημάτων που έχει εισπράξει από τους κτηνοτρόφους (40λ/στρ) από το 2016 για τον σκοπό αυτό, προκειμένου να δει πώς θα καλυφθεί το υπόλοιπο ποσό που απαιτείται.
Με λίγα λόγια… μπάχαλο, ενώ όλοι εκτιμούν ότι δεν θα προλάβουμε ως χώρα τη σχετική προθεσμία (31-1-2019). Μάλιστα ο τεχνικός σύμβουλος της Ομοσπονδίας Κτηνοτροφικών Συλλόγων Θεσσαλίας Γ. Κόκκουρας δηλώνει πως «στην καλύτερη περίπτωση όλη αυτή η διαδικασία θα κρατήσει τουλάχιστον μια πενταετία».
Αδιέξοδο και στο πρόσφατο συνέδριο της Ελληνικής Λιβαδοπονικής Εταιρείας που πραγματοποιήθηκε προ ημερών στη Λάρισα, με τις απόψεις να διίστανται σχετικά με τις προτεραιότητες που πρέπει να δοθούν. Οι μεν υποστήριζαν πως πρέπει να ακολουθηθούν όλα όσα προβλέπει αναλυτικά η υπουργική απόφαση του 2017, οι δε ότι, επειδή ο χρόνος πιέζει, ας υπολογιστούν οι βοσκότοποι για να συνταχθούν τα σχέδια βόσκησης και σε δεύτερο βαθμό να αναζητηθεί η φόρμουλα για τη διαχείρισή τους.
Τα πράγματα στη Θεσσαλία δεν είναι απλά, καθώς υπάρχει σύγχυση ως προς τον καθορισμό των εκτάσεων (αν είναι χορτολοβαδικές, δασικές, ξυλώδεις), ενώ πολλοί κτηνοτρόφοι διαθέτουν μονάδες σε διαφορετικούς δήμους, ακόμη και περιφέρειες (ως γνωστόν το καλοκαίρι αρκετοί ξεκαλοκαιριάζουν στην Πίνδο).
Ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι περιφέρειες για να εκτιμήσουν το ποσό που έχουν εισπράξει είναι ότι τα χρήματα κατατέθηκαν σε κάθε δήμο χωριστά (όπου υπάρχουν οι στάβλοι) και σε διαφορετικούς λογαριασμούς, ενώ και η γνωστή έλλειψη προσωπικού αποτελεί ένα επιπλέον σκόπελο στη δρομολόγηση λύσης.
Έτσι όλα αυτά έχουν ως συνέπεια να μην έχει υπογραφεί ακόμη η προγραμματική σύμβαση μεταξύ ΥΠΑΑΤ και Περιφέρειας Θεσσαλίας.
Υπενθυμίζεται πως το σχέδιο προβλέπει καταρχήν τον καθορισμό των βοσκοτόπων από τις μελετητικές εταιρείες, ακολούθως ποια μέτρα προβλέπονται για τη βελτίωση αυτών (ποτίστρες, εγγειοβελτιωτικά έργα, κ.λπ.) και σε τρίτο χρόνο τις επιλέξιμες εκτάσεις. Ο σχεδιασμός αυτός αναμένεται να αποτελέσει και μπούσουλα στο μέλλον για τους μικρούς δήμους, όταν κληθούν να συντάξουν-επικαιροποιήσουν τα πολεοδομικά τους σχέδια.
Γ. Ρούστας