Έχοντας παρακολουθήσει την εκδήλωση, μου γεννήθηκαν αρκετοί προβληματισμοί , αφενός τι φταίει και φτάσαμε ως εδώ, αφετέρου για το πώς στο εξής θα πορευτούμε. Κάποιους από αυτούς τους προβληματισμούς θα ήθελα να μοιραστώ με τους αναγνώστες της «ΕτΔ».
1. Η σημασία της Διαβούλευσης ήταν μεγάλη, ειδικότερα εάν σκεφθεί κανείς πως μετά την έγκριση του αρχικού ΣΔΚΠ (2018) βιώσαμε στη Θεσσαλία συνολικά τρεις καταστροφικούς κυκλώνες («Ιανός» 2020, «Ντάνιελ» και «Ελίας» 2023), με πολλές ανθρώπινες απώλειες και εκτεταμένες καταστροφές σε δημόσιες υποδομές, ατομικές περιουσίες, αγροτικές γαίες, καλλιέργειες, επιχειρήσεις κ.ο.κ.
Όμως, παρά τη σημασία της, λίγοι τοπικοί παράγοντες παρακολούθησαν την εκδήλωση. Για παράδειγμα, απουσίαζαν (με ελάχιστες εξαιρέσεις) οι Δήμοι της Θεσσαλίας και πιο εμφατικά ο πρόεδρός τους ή έστω κάποιος από το προεδρείο της ΠΕΔ/Θ, χωρίς να υπάρξει έστω και ένας τυπικός χαιρετισμός. Μεταξύ αυτών απουσίαζε και ο Δήμος Λαρισαίων που φιλοξενούσε την εκδήλωση. Απουσίαζαν, επίσης, οι εκπρόσωποι των περισσότερων Επιμελητηρίων, επιστημονικών φορέων, επαγγελματικών οργανώσεων, αγροτικών οργανώσεων κ.λπ.
Ας ελπίσουμε πως το περιορισμένο ενδιαφέρον για συμμετοχή στη Διαβούλευση δε σημαίνει ταυτόχρονα και υποτίμηση των κινδύνων από ανάλογα φαινόμενα, ούτε υποβάθμιση (ειδικά από τους αρμόδιους) της σημασίας εφαρμογής μέτρων και υλοποίησης έργων για την προστασία από τις πλημμύρες. Εξάλλου, στις προηγούμενες καταστροφικές πλημμύρες αναδείχθηκαν, με δραματικό τρόπο, σοβαρότατες αυθαιρεσίες, πολλές αδυναμίες στα συστήματα προστασίας, καθώς και αδικαιολόγητες παρεμβάσεις στους ποταμούς. Από αυτές θα σχολιάσω στα επόμενα τρεις χαρακτηριστικές περιπτώσεις, που όμως η καθεμιά έχει διαφορετικό «βάρος» ευθύνης, έστω κι αν λίγο έως πολύ όλες οδηγούν στο ίδιο καταστροφικό αποτέλεσμα.
2. Είναι γνωστό πως στην πόλη της Λάρισας οριακά αποτράπηκε η υπερχείλιση των αναχωμάτων που την προστατεύουν επιτυχώς επί δεκαετίες. Τότε έγινε ευρέως γνωστό πως ένα σημαντικό τμήμα της ζώνης πλημμυρών (π.χ. στην περιοχή «Ρίο») παραμένει εδώ και πολλά χρόνια καταπατημένο, παρεμποδίζοντας την απρόσκοπτη ροή των πλημμυρικών ροών και δημιουργώντας προφανείς κινδύνους για την πόλη. Το εμβληματικό αυτό ζήτημα έφθασε ακόμη και στη Βουλή, με αναφορά σε ομιλία του ίδιου του πρωθυπουργού! Έντεκα μήνες μετά τα γεγονότα εκείνων των ημερών, τίθεται το ερώτημα εάν το αρμόδιο Υπουργείο (ή άλλοι κρατικοί φορείς), ο Δήμος Λαρισαίων και βεβαίως οι δικαστικές αρχές συντόνισαν ή όχι τις προσπάθειές τους για την αποκατάσταση της εξόφθαλμης αυτής αυθαιρεσίας και πότε επιτέλους αναμένεται στο συγκεκριμένο σημείο να επανέλθει η ζώνη πλημμυρών στην κατάσταση που σχεδιάστηκε από τους προγόνους μας πριν πολλές δεκαετίες, ώστε να μην απειληθεί ξανά η πόλη της Λάρισας.
Ελπίζω πως τελικά το πολιτικό σύστημα και (με κάθε επιφύλαξη το λέω) η Αυτοδιοίκηση δε θα επιλέξουν, για μία ακόμα φορά, την ανάλγητη αποσιώπηση ενός θέματος που σχετίζεται με την ασφάλεια των πολιτών, ώστε να αποφύγουν το πολιτικό κόστος που συνεπάγεται μια, ομολογουμένως επώδυνη, τήρηση της νομιμότητας. Σίγουρα μια ενημέρωση της κοινής γνώμης είναι αναγκαία. Πολύ περισσότερο που τυχόν ανοχή εξυπηρετεί αποκλειστικά ιδιωτικά συμφέροντα και τίποτε παραπάνω.
3. Η αστοχία στο σύστημα προστασίας της Κάρλας από τις πλημμυρικές ροές του Πηνειού στο ύψος της Γυρτώνης αποτελεί ένα εμβληματικό για την περιοχή αναπάντεχο συμβάν, το οποίο, όμως, δε συνδέεται με ιδιωτικά συμφέροντα, αλλά με τον τρόπο που οι πολιτικοί αντιλαμβάνονται τις υποχρεώσεις τους για τη χρήση, λειτουργία και συντήρηση των δημόσιου χαρακτήρα των υποδομών της χώρας.
Όπως επισημάναμε με τον Κ. Γκούμα σε παλαιότερο σημείωμά μας (δείτε «Ελευθερία», 5 Φεβρουαρίου 2024), διαπιστώσαμε «ιδίοις όμμασι» πως τα αναχώματα προστασίας στη δεξιά (κατά την ροή) όχθη του Πηνειού δεν υπερπηδήθηκαν, αλλά «έσπασαν» σε αρκετά σημεία και τα νερά ξεχύθηκαν ελεύθερα, κατακλύζοντας σε ελάχιστο χρόνο τις παρακάρλιες εκτάσεις. Και τότε ζητήθηκαν δημόσια απαντήσεις από τους αρμόδιους για τους λόγους αυτής της αστοχίας, ουδέποτε, όμως, υπήρξε μία επίσημη και σαφής τοποθέτηση στο θέμα. Και μάλιστα, αντί απαντήσεων, αναπτύχθηκε μια ολόκληρη φιλολογία για ανάγκη… μετατόπισης του συστήματος προστασίας των παρακάρλιων εκτάσεων, από την περιοχή της Γυρτώνης στις σήραγγες προς το Αιγαίο Πέλαγος (!).
Παραμένουν, λοιπόν, και εδώ τα ερωτήματα και οφείλονται υπεύθυνες απαντήσεις: Υπήρξε ή όχι πρόβλημα συντήρησης των αναχωμάτων; Υπήρχε ή όχι κατάλληλη προστασία του εσωτερικού πρανούς στο ανάχωμα που ενδεχομένως θα απέτρεπε τη διάβρωσή τους, την (πιθανή) υποσκαφή ή/και θραύση; Έγιναν έκτοτε εργασίες βελτίωσης συνολικά για την αντοχή των αναχωμάτων; Είναι πλέον σε θέση αυτά τα αναχώματα να ανταποκριθούν σε επόμενη εμφάνιση ισχυρών πλημμυρικών φαινομένων;
4. Κατά τη διάρκεια της Διαβούλευσης για το Σχέδιο Πλημμυρών που προανέφερα, ο γραμματέας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης ανέφερε στον χαιρετισμό του πως στα ποτάμια συνεχίζονται οι (γνωστές σε όλους μας) αυθαιρεσίες με κατασκευή φραγμάτων ή αναχωμάτων συγκράτησης νερού για τις αρδεύσεις. Χρησιμοποιώντας, μάλιστα, τη φράση πως «μυαλό δε βάλαμε» τόνισε το πόσο επικίνδυνες καθίστανται αυτές οι κατασκευές την ώρα της πλημμύρας.
Πράγματι, έτσι είναι. Οφείλουμε, όμως, στην περίπτωση αυτή να παραδεχθούμε πως οι αυθαιρεσίες αυτές γίνονται στο πλαίσιο της γεωργικής παραγωγής, δηλαδή για σκοπούς που η πολιτεία όχι απλώς τις αποδέχεται, αλλά και τις στηρίζει με επιδοτήσεις, ενισχύσεις, κίνητρα κ.λπ. Ταυτόχρονα, η δραστηριότητα αυτή υπηρετεί πολλαπλώς το κοινωνικό σύνολο (επισιτιστική ασφάλεια, πρώτες ύλες για αντίστοιχη βιομηχανική παραγωγή, ενίσχυση του παθητικού εμπορικού ισοζυγίου και μείωση εισαγωγών τροφίμων, συγκράτηση του πληθυσμού στην ύπαιθρο κ.ο.κ.). Και το κυριότερο, όλοι αυτοί οι άνθρωποι ενεργούν με βάση τις υποσχέσεις των πολιτικών που μας κυβερνούν (οι περισσότεροι τουλάχιστον από αυτούς) πως δήθεν «θα» τους εξασφαλίσουν το αναγκαίο νερό άρδευσης με έργα, όχι μόνο στη θεσσαλική λεκάνη, αλλά και με ενίσχυση από τον Άνω Αχελώο! Στην πράξη, όμως, απλώς τους εξαπατούν υποκλέπτοντας την ψήφο τους και διαιωνίζοντας ταυτόχρονα την παθογένεια με τα τεράστια ελλείμματα, τα οποία καταστρέφουν τα οικοσυστήματα και αντικειμενικά «προσκαλούν» την ερημοποίηση να εγκατασταθεί οριστικά στον τόπο μας.
Και να σκεφθεί κανείς πως ειδικά στην περίμετρο της θεσσαλικής λεκάνης τα έργα ταμίευσης νερού όχι μόνο δημιουργούν προϋποθέσεις αποφυγής των υπεραντλήσεων και των αυθαιρεσιών στα ποτάμια, αλλά έχουν ταυτόχρονα και έντονα αντιπλημμυρικό χαρακτήρα. Εάν π.χ. είχαν κατασκευάσει τον ταμιευτήρα στη Σκοπιά Φαρσάλων, που οι ίδιοι οι κυβερνητικοί βουλευτές ασκούν κριτική για την εγκατάλειψη των υποσχέσεων (δείτε Μ. Χαρακόπουλος, σημείωση 1), είναι επιβεβαιωμένο πως οι καταστροφές από τον «Ντάνιελ» και κυρίως τον «Ελίας» θα ήταν μικρότερες. Ανάλογα ισχύουν για το Μουζάκι, που όπως οι επιστήμονες του Σχεδίου μας παρουσίασαν, εάν υπήρχε αυτός ο ταμιευτήρας, η «ποσοστιαία αποφυγή πλημμυρικών ροών» θα έφθανε στο 50% (!!). Με απλά λόγια, οι καταστροφές θα ήταν σημαντικά μικρότερες. [Εδώ θα σημειώσουμε πως το έργο αυτό, μετά τον «Ιανό», το είχε υποσχεθεί ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης, στη συνέχεια, όμως, το... «ξέχασε»].
Υπάρχουν, λοιπόν, και εδώ ευθύνες σε ό,τι αφορά τις αυθαιρεσίες στα ποτάμια, με εντελώς, όμως, διαφορετικά χαρακτηριστικά από τις δύο προηγούμενες περιπτώσεις στις οποίες αναφερθήκαμε (Λάρισα, Κάρλα). Κατά την άποψή μου οι ευθύνες εδώ βαρύνουν πρωτίστως τους «ηθικούς αυτουργούς» αυτής νοσηρής κατάστασης και μόνο εν μέρει και με πολλά «ελαφρυντικά» τους αρδευτές.
Κάποιοι θα ισχυριστούν πως σε αυτό το θέμα οι πολιτικοί παράγοντες τουλάχιστον δείχνουν κατανόηση, δηλαδή κάνουν «στραβά μάτια» και ανέχονται αυτές τις αυθαιρεσίες για να προστατέψουν τους αυθαιρετούντες απέναντι στη δικαιοσύνη. Ας μου επιτραπεί, όμως, να θεωρήσω πως αυτό συμβαίνει για να καλύψουν τη δική τους ανεπάρκεια και να «αποσβέσουν» τις δικές τους ευθύνες που δεν τηρούν τις υποσχέσεις τους, συντηρώντας έτσι στην πράξη μία καταστροφική για τη Θεσσαλία στασιμότητα.
5. Είναι βέβαιο πως παρόμοια ερωτήματα μπορούν να τεθούν και για πολλά άλλα σημεία στις αντιπλημμυρικές υποδομές της θεσσαλικής λεκάνης, που τόσο δραματικά δοκιμάστηκαν με τους τρεις προαναφερθέντες κυκλώνες. Το μείζον, όμως, ζήτημα αυτήν τη στιγμή είναι να δούμε πώς θα πορευτούμε στο μέλλον, δεδομένου πως η ασφάλειά μας έναντι των πλημμυρών (όπως και έναντι της λειψυδρίας) αποτελεί υπαρξιακό θέμα για τη Θεσσαλία.
Ο γενικός γραμματέας Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων του ΥΠΕΝ κ. Π. Βαρελίδης που παρέστη στη Διαβούλευση του Σχεδίου Πλημμυρών (ΣΔΚΠ) δήλωσε πως από τα «τραγικά γεγονότα πάθαμε και μάθαμε», ενώ παράλληλα ανέφερε πως το ΣΔΚΠ «θα πρέπει να μετατραπεί σε επιχειρησιακό σχέδιο». Ας ελπίσουμε, λοιπόν, πως ο κ. Βαρελίδης θα αποδειχθεί περισσότερο τεχνοκράτης και λιγότερο «πολιτικός», οπότε ίσως ο λόγος του να έχει μεγαλύτερη αξιοπιστία από εκείνον της κυβερνητικής ηγεσίας.Σημείωση 1: «Ελευθερία», 22/02/24, «Απαντήσεις για το φράγμα στη Σκοπιά ζητά ο Μ. Χαρακόπουλος» και παρακάτω «…έχει ήδη παρέλθει τριετία από την εντολή του πρωθυπουργού, τίθενται δημόσια ερωτηματικά σχετικά με την πορεία του έργου».