Η πρόληψη στην υγεία: Είμαστε επαρκώς ενημερωμένοι;

Δημοσίευση: 08 Δεκ 2019 15:28

Τα τελευταία 20 με 30 χρόνια παρατηρούμε την εξής αντινομία: από τη μία, ο δυτικός τρόπος ζωής και ο εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας είναι στοιχεία ανιχνεύσιμα σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής των Ελλήνων. Από την άλλη, τα ποσοστά των ατόμων που νοσούν από σοβαρές ασθένειες (καρδιαγγειακά νοσήματα, καρκίνο κ.τ.λ.) είναι αυξανόμενα και αυτό γιατί: «Οι κοινωνικοοικονομικές, τεχνολογικές και δημογραφικές αλλαγές που συμβαίνουν τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας και ευρύτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μεταβάλλουν συνεχώς το περιβάλλον στο οποίο βιώνεται η υγεία ενός λαού» [1].

Η αντινομία αυτή χρήζει παρατήρησης και βαθύτερης ανάλυσης. Μήπως τελικά οι Έλληνες πολίτες οφείλουν να αλλάξουν τη νοοτροπία τους απέναντι στην προληπτική ιατρική, η οποία πρέπει να ισχυροποιηθεί έναντι της θεραπευτικής ιατρικής; Πράγματι, επιστημονικά δεδομένα αποδεικνύουν την υπεροχή της πρόληψης σε σχέση με τη θεραπεία, για τους εξής κυρίως λόγους:

«1. Η καλή υγεία είναι προϋπόθεση για την παραγωγική δραστηριότητα.

2. Η πρόληψη αφορά στην πρώτη γραμμή άμυνας του οργανισμού.

3. Η νόσος αυτή καθαυτήν θεωρείται πηγή δυστυχίας.

4. Η πρόληψη έχει σε μακροχρόνια προοπτική οικονομικά πλεονεκτήματα». [2].

«Παγκόσμια και σε πληθυσμιακό επίπεδο, κάθε φορά που σημειώθηκε θεαματική πτώση της θνησιμότητας ήταν αποτέλεσμα της εφαρμογής κυρίως προληπτικών και όχι θεραπευτικών μέτρων». Ωστόσο, σε ατομική βάση η αξιολόγηση της πρόληψης καθίσταται δύσκολη, γιατί «...πολλά άτομα γνωρίζουν ότι ασθένησαν και θεραπεύτηκαν αλλά λίγοι συνειδητοποιούν ότι επρόκειτο να αρρωστήσουν και δεν αρρώστησαν. Πρόληψη εφαρμόζεται σήμερα στα περισσότερα λοιμώδη νοσήματα και στα θανατηφόρα μη μεταδιδόμενα νοσήματα, κακοήθεις νεοπλασίες, ατυχήματα, καρδιαγγειακά [...] Τα νοσήματα αυτά πολλές φορές αντιμετωπίζονται ως μη προληπτά, όμως υπάρχουν δεδομένα (πειραματικά και επιδημιολογικά), όπου φαίνεται ότι η συχνότητα των νόσων αυτών είναι διαφορετική μεταξύ πληθυσμών, κοινωνικών ομάδων, επαγγελματικών ομάδων που έχουν το ίδιο γενετικό υλικό, αλλά υφίστανται διαφορετικούς περιβαλλοντικούς παράγοντες. Αυτό υποδηλώνει ότι με κατάλληλες στρατηγικές τα νοσήματα αυτά είναι προληπτά. Με τα σημερινά δεδομένα νοσηρότητας και θνησιμότητας η ανάγκη για περισσότερα μέτρα πρόληψης για τα νοσήματα αυτά είναι επιτακτική. Το 80% της θνησιμότητας αποδίδεται στα χρόνια νοσήματα για τα οποία η θνησιμότητα δεν έχει επηρεαστεί σημαντικά παρά την πρόοδο της βιοϊατρικής τεχνολογίας και τις πολυδάπανες θεραπείες». [3]

Μεταφερόμενοι στον ελληνικό χώρο, φαίνεται να κατέχει χαμηλή θέση στις προτεραιότητες και των φορέων και των πολιτών. Πράγματι, η πρόληψη στην Ελλάδα αποτελεί χαμηλή προτεραιότητα για την ελληνική κοινωνία, τόσο για τους υγειονομικούς φορείς και τις υπηρεσίες υγείας όσο και για τους πολίτες [4]. Η συγκεκριμένη συνθήκη μάς ωθεί να διατυπώσουμε το εξής ιδιαιτέρως σημαντικό ερώτημα: Για ποιον λόγο η ασφαλιστική συνείδηση του μέσου Έλληνα είναι τόσο χαμηλή σε σύγκριση με τον μέσο Ευρωπαίο, τη στιγμή που η πρόληψη αποδεδειγμένα έχει καταστεί κοινωνική αναγκαιότητα και αντιστοιχεί με βάση επιστημονικά δεδομένα σε ποιοτικότερη και φθηνότερη υγεία;

Ειδικότερα, στην ελληνική επαρχία το ποσοστό της χαμηλής ασφαλιστικής συνείδησης των πολιτών σε σχέση με το λεκανοπέδιο είναι εξόχως χαμηλά. Ως παράδειγμα αναφέρουμε την πόλη της Λάρισας, η οποία αν και κάθε χρόνο καταγράφει έναν μεγάλο αριθμό σοβαρών ασθενειών (καρδιαγγειακά νοσήματα, διάφορους τύπους καρκίνου κ.τ.λ.), η ασφαλιστική συνείδηση των πολιτών της, με την έννοια της προσωπικής επένδυσης στην προληπτική ιατρική, βρίσκεται μόλις στο 1% σε σχέση με το λεκανοπέδιο που αγγίζει το 38%. Κατά τη γνώμη μας, η διαφαινόμενη στρέβλωση για την ισχύουσα κατάσταση οφείλεται σε πλείστους λόγους, μεταξύ των οποίων οι σημαντικότεροι είναι:

1. Οι πολίτες είτε δεν είναι επαρκώς ενημερωμένοι για τα οφέλη της πρόληψης, είτε είναι λάθος ενημερωμένοι, γεγονός που οδηγεί στον σχηματισμό ενός κοινωνικού συνόλου με αντασφαλιστική συνείδηση, το οποίο χαρακτηρίζεται από χαμηλή κοινωνική αφύπνιση, σε σχέση με το εν λόγω θέμα.

2. Οι άμεσα εμπλεκόμενοι κοινωνικοί φορείς και η ιατρική κοινότητα διατηρούν μάλλον παθητική στάση και όχι ιδιαιτέρως ενεργή. Πράγματι, «παραδοσιακά, η πλειονότητα των δημόσιων κέντρων υγείας, των αγροτικών και των ιδιωτικών ιατρείων δεν παρείχαν προληπτική περίθαλψη ή δεν δρούσαν ως ρυθμιστές παραπομπών (gatekeepers) και αντ’ αυτού προσέφεραν ειδικές υπηρεσίες εξωνοσοκομειακής περίθαλψης. Ο συντονισμός μεταξύ των παρόχων πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και των νοσοκομειακών γιατρών εξακολουθεί να είναι περιορισμένος» [5].

Θεωρούμε, λοιπόν, ότι η παθητικότητα αυτή δεν έχει αναδείξει στον μέγιστο βαθμό τη σπουδαιότητα της προληπτικής ιατρικής, η οποία συνδέεται άρρηκτα με την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας. Ως αποτέλεσμα, ο μέσος Λαρισαίος πολίτης (και σε γενικότερο επίπεδο ο μέσος Έλληνας πολίτης) δεν είναι σε θέση να εντοπίσει τα οφέλη για την υγεία του και για την οικονομική του δυναμική και αντίθετα διάγει τον βίο του εν κινδύνω και επί ξυρού ακμής.

Για τους ανωτέρω λόγους θεωρούμε ότι η ανάδειξη της σημασίας της Πρωτοβάθμιας Υγείας στη χώρα γενικά και στην επαρχία ειδικότερα χρήζει άμεσης κινητοποίησης της ιατρικής κοινότητας, των σχετικών κοινωνικών φορέων και του κράτους. Άλλωστε, η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας αποτελεί το πρώτο σημείο επαφής του ατόμου με το σύστημα υγείας της χώρας του και ίσως τον βασικότερο πυλώνα κάθε ορθολογικά οργανωμένου συστήματος υγείας. Βέβαια, από το 2017 και με βάθος 3 ετών, ένα νέο κυβερνητικό σχέδιο για την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας τέθηκε σε πιλοτική εφαρμογή, το οποίο αποσκοπεί στον μετασχηματισμό των υπαρχουσών εγκαταστάσεων (Έκθεση ΟΟΣΑ, 2019).

 Ωστόσο, είναι κοινό μυστικό ότι η πρωτοβάθμια υγεία στη χώρα μας βρίσκεται σε εμβρυακό στάδιο, είναι σχεδόν ανύπαρκτη και συνδέεται με μια άκρως αναχρονιστική αντίληψη, γεγονός που εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τη χαμηλή ασφαλιστική συνείδηση των Ελλήνων πολιτών. Πράγματι, το σύστημα απέτυχε στην πρόληψη αποτρέψιμων εισαγωγών στα νοσοκομεία για παθήσεις που θα μπορούσαν να έχουν αντιμετωπιστεί από την πρωτοβάθμια περίθαλψη (π.χ. για χειρουργικές, ΩΡΛ -ωτορινολαρυγγολογικές-, οφθαλμολογικές, γυναικολογικές και ορθοπεδικές επείγουσες εισαγωγές) (Marinos et al., 2009,Vasileiou et al., 2009), γεγονός που υπογραμμίζει την αδυναμία του τρέχοντος συστήματος πρωτοβάθμιας περίθαλψης [6].

Σε αυτή τη βάση, οφείλουμε ο καθένας ξεχωριστά να αναρωτηθεί: υπάρχει τρόπος να μεταβληθεί η τρέχουσα εικόνα στην Πρωτοβάθμια Υγεία της χώρας και της ελληνικής επαρχίας ειδικότερα; Σε μια χώρα όπου οι κοινωνικοί φορείς και η ιατρική κοινότητα διακρίνονται από ιδιαίτερα παθητική στάση, με ποιον τρόπο οι πολίτες ατομικά μπορούν να προασπίσουν την ποιότητα ζωής τους και την υγεία τους, επενδύοντας κυρίως στην προληπτική ιατρική και λιγότερο στην ίαση και στη θεραπεία;

Θεωρούμε ότι το παραπάνω ερώτημα είναι ζωτικής σημασίας. Είναι σαφές ότι οι απαντήσεις που μπορούν να δοθούν είναι πλείστες, συμπληρωματικές και όχι απαραίτητα αντιθετικές. Εντός αυτού του πλουραλισμού των απαντήσεων, προτάσσουμε ως ιδιαίτερα σημαντική την ατομική επένδυση των πολιτών στην πρόληψη, στον ετήσιο δηλαδή ιατρικό έλεγχο, ο οποίος αφενός κοστίζει πολύ λιγότερο για τον ίδιο και για το Εθνικό Σύστημα Υγείας σε σχέση με την επένδυση στη θεραπεία, αφετέρου είναι βέβαιο ότι συντελεί στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής και στον ποιοτικότερο βίο. Η ερώτηση που προκύπτει είναι: είναι εφικτό και ρεαλιστικό να συμβεί; Αδιαμφισβήτητα η στήριξη και η κινητοποίηση της ιατρικής κοινότητας και των εμπλεκόμενων φορέων, η επαρκής και σωστή εκπαίδευση της κοινωνίας είναι πρωτοβουλίες απαραίτητες, όμως η κοινωνική αφύπνιση και η αλλαγή της κουλτούρας αποτελεί σίγουρα και προσωπική υπόθεση. Αξίζει να προσπαθήσουμε.

[1] Μπιτσώρη Ζωή, Μπαλάσκα Δήμητρα (2016). Υπηρεσίες Υγείας και η χρηματοδότησή τους, PERIOPERATIVE NURSING, VOLUME 5,ISSUE 2 [2] Στρέκλα, Ευγενία. Η πρόληψη στην Ελλάδα.-Prevention in Greece. MS thesis. Πανεπιστήμιο Πειραιά, 2015. [3] Κορνάρου Ε. Και Ρουμελιώτη Α.. Η Δημόσια υγεία στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας. Θέματα επιδημιολογίας μεθοδολογίας της έρευνας και στατιστικής , Αθήνα, 2007. [4] Ματζουράτος Δ., Παπαδόπουλος Στ. (2011). Σε: Η έννοια της πρωτογενούς πρόληψης σε Στρέκλα, Ευγενία. Η πρόληψη στην Ελλάδα.-Prevention in Greece. MS thesis., Πανεπιστήμιο Πειραιά, 2015. [5] Έκθεση ΟΟΣΑ, 2017. [6] Έκθεση ΟΟΣΑ, 2017.

 

Από τον Αχιλλέα Νταβέλη

 

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass