Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Αλμπέρτα, με επικεφαλής τον ΔρΣεμπάστιαν Στράουμπε, αξιολόγησαν στοιχεία από μελέτησαν 71 ήδη δημοσιευμένες έρευνες, που αφορούσαν συνολικά περίπου 53.500 ανθρώπους από όλο τον κόσμο.
Από έλλειψη βιταμίνης D έπασχαν οι εργαζόμενοι σε νυχτερινές βάρδιες, όπου το 80% αυτών είχε έλλειψη της βιταμίνης, καθώς και όσοι εργάζονταν σε κλειστούς χώρους, με το 77% αυτών να έχει το ίδιο πρόβλημα.
Από τους τελευταίους (π.χ. υπάλληλοι γραφείου), οι εννέα στους δέκα (91%) είχαν ανεπαρκή επίπεδα βιταμίνης D, δηλαδή ούτε μεγάλη έλλειψη, αλλά ούτε και τα συνιστώμενα επίπεδα.
Συγκριτικά, μεταξύ όσων εργάζονται σε εξωτερικούς χώρους, μόνο οι μισοί (48%) είχαν έλλειψη βιταμίνης D, ενώ τα τρίτα τέταρτα (75%) είχαν επίπεδα κάτω του φυσιολογικού.
«Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι το επάγγελμα αποτελεί σημαντικό παράγοντα που συμβάλλει στην ανεπάρκεια της βιταμίνης D. Σε όσους εργάζονται σε επαγγέλματα υψηλού κινδύνου, θα πρέπει να ελέγχεται τακτικά το επίπεδο της συγκεκριμένης βιταμίνης» εξηγεί ο Δρ Στράουμπε.
Η έλλειψη της D έχει συσχετιστεί με μεταβολικές διαταραχές, ψυχιατρικά προβλήματα, καρδιαγγειακές νόσους και καρκίνο.
Παράλληλα αμερικανική μελέτη που έγινε από την Μέρι Ρούνι του Πανεπιστημίου της Μινεσότα και δημοσιεύθηκε στο JAMA έδειξε ότι περίπου το 3% του πληθυσμού στις ΗΠΑ παίρνουν -μέσω διατροφικών συμπληρωμάτων- παραπάνω βιταμίνη D από όση χρειάζονται.
Πρόκειται κυρίως για άτομα που ανησυχούν για την οστική τους υγείας. «Όμως το παραπάνω δεν είναι πάντα καλύτερο, όταν πρόκειται για τη βιταμίνη D», εξηγεί η Δρ Ρούνι.
Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι η περίσσεια βιταμίνης D μπορεί να αυξήσει την ποσότητα ασβεστίου στο αίμα, πράγμα που με τη σειρά του αυξάνει τον κίνδυνο στένωσης των αρτηριών.