κάνει βόλτες στην πλατεία Ταχυδρομείου. Την ίδια στιγμή, λίγο πιο πέρα και συγκεκριμένα στη Σωκράτους 111, στο Εικαστικό Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Λάρισας, έμπαιναν οι τελευταίες πινελιές στη μεγάλη έκθεση ζωγραφικής του σπουδαίου Αλέκου Φασιανού που επρόκειτο να εγκαινιαστεί αργότερα την ίδια μέρα. Τι σπουδαία τιμή ο «άγιος» της ελληνικής ζωγραφικής να σε επιλέγει για να εκθέσει τα έργα του. Κι όμως ο Αλέκος Φασιανός δεν είναι παρών επιβλέποντας τις τελευταίες πινελιές της έκθεσης: Φοράει τα ρούχα του ανάποδα, κάνει ποδήλατο στην πλατεία Ταχυδρομείου και μιλάει με τον κόσμο.
Εντονα άφησε το αποτύπωμά του και στη Λάρισα ο σπουδαίος Αλέκος Φασιανός που έφυγε προχθές από τη ζωή σε ηλικία 87 ετών και κηδεύεται σήμερα στο Νεκροταφείο Παπάγου στις 2 μ.μ. Τον Μάη του 1997 στη Λάρισα είχε πραγματοποιηθεί μια μεγάλη τιμητική έκθεση 400 περίπου επιλεγμένων έργων και αντικειμένων του δημιουργού με τίτλο «Απαντα», έκθεση που διήρκεσε μέχρι το τέλος του Ιουνίου ’97 και τη συνόδευε κατάλογος και αφίσα. Την επιστημονική επιμέλεια της έκθεσης είχε ο Χάρης Καμπουρίδης και την καλλιτεχνική επιμέλεια ο Νίκος Δαλαρέτος. Ο Αλέκος Φασιανός ήταν φιλικός και άμεσος με τους υπαλλήλους του Εικαστικού Κέντρου και είχε δώσει σε όλους σκίτσα του. Μάλιστα όπως θυμάται ο διευθυντής του Εικαστικού Κέντρου Ανδρέας Γιαννούτσος, ο Αλέκος Φασιανός σε ένα ανεπανάληπτο γεγονός είχε δημιουργήσει ζωντανά και ενώπιον του κοινού της Λάρισας τον «Θεσσαλό Ιππέα», έργο που το διέθεσε για φιλανθρωπικό σκοπό και μέσα από δημοπρασία πουλήθηκε για 2 εκατομμύρια δραχμές.
ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΑΛΕΚΟΣ ΦΑΣΙΑΝΟΣ
Ο Αλέκος Φασιανός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935. Σπούδασε βιολί στο Ωδείο Αθηνών και ζωγραφική στην ΑΣΚΤ (1955-1960) με τον Γιάννη Μόραλη. Λίγο μετά την πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα (1960, γκαλερί Α23), πήγε στο Παρίσι με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης. Εκεί παρακολούθησε μαθήματα λιθογραφίας στην Ecole des Βeaux-Αrts, κοντά στους Clairin και Dayez (1962-64). Τελικά εγκαταστάθηκε πια μόνιμα στη γαλλική πρωτεύουσα, όπου έζησε επί 35 χρόνια, κρατώντας πάντως μια στενή και τακτική σχέση με την Ελλάδα. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τέχνης του διαμορφώθηκαν βαθμιαία, στη διάρκεια της διαμονής του στο Παρίσι, όπου είχε την ευκαιρία να εξοικειωθεί, μεταξύ άλλων, με τις μοντέρνες τάσεις της δεκαετίας του 1960. Ωστόσο, σε αντίθεση με άλλους Έλληνες καλλιτέχνες της γενιάς του, δεν συντάχθηκε εμφανώς με τα ευρωπαϊκά πρωτοποριακά ρεύματα της εποχής. Παρέμεινε πιστός στην παραστατική ζωγραφική και στις ελληνικές καταβολές του, διατηρώντας μέχρι τέλους τον σεβασμό του για κάποια διδάγματα της γενιάς του ’30, την αγάπη του για την ελληνική τέχνη (αρχαία, βυζαντινή, λαϊκή), και τους ισχυρούς δεσμούς του με τη βιωμένη εμπειρία του ελληνικού χώρου.
Στα θέματά του κυριαρχεί η ανθρώπινη φιγούρα, η οποία αποδίδεται αρχικά με μια ηθελημένη απλοϊκότητα, αλλά με τον καιρό εξελίσσεται και αποκτά μια κυρίαρχη παρουσία στον χώρο. Σχεδιάζεται σχηματοποιημένα, με λιτά και καθαρά περιγράμματα, σε συνθέσεις επίπεδες με ελάχιστη φωτοσκίαση. Συχνά το χρώμα απλώνεται έντονο και εννιαίο σε όλη την επιφάνεια της μορφής, δίνοντας μια εντυπωσιακή μνημειακότητα στην εικόνα, η οποία λειτουργεί κυρίως ποιητικά και όχι ρεαλιστικά. Τα μοτίβα που κατά καιρούς εμφανίζονται στη ζωγραφική του, τόσο τα καθαρώς ανθρωποκεντρικά (ποδηλάτες, καπνιστές, ερωτικά ζευγάρια, κ.ά.) όσο και εκείνα που περιγράφουν αντικείμενα ή χώρους, προέρχονται καταρχάς από μια οικεία καθημερινότητα, η οποία όμως παίρνει μια μυθική διάσταση, ιδίως όταν υπάρχουν και άμεσες αναφορές σε πρόσωπα της ελληνικής μυθολογίας.