Ο θεσσαλικός κάμπος είναι ένα «πολύ φωτεινό σύμπαν. Τόσο φωτεινό δηλαδή που σε τυφλώνει πολλές φορές και πας με το κεφάλι κατεβασμένο, σαν να εκμηδενίζεσαι. Κι από την άλλη είναι ένα σύμπαν που κοχλάζει. Είναι υποβλητική αυτή η αντίφαση. Σε δυσκολεύει να πάρεις θέση απέναντι στα πράγματα» σημειώνει σήμερα στην «ΕτΔ» ο Λαρισαίος συγγραφέας Αργύρης Φασούλας, με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του «Πομόνα» που θα γίνει αύριο, στις 7.30 μ.μ. στην «Αυλή του Μύλου». Ο Αργύρης Φασούλας στη συνέντευξή του σήμερα μιλάει για το πού οφείλεται ο τίτλος του βιβλίου του, την ανθρωπογεωγραφία του θεσσαλικού κάμπου που ήταν η έμπνευσή του, τη γλώσσα που διατρέχει τα διηγήματα του βιβλίου του και τα κολλάζ της Μαρίας Χαρτοκόλλη που υπάρχουν στο βιβλίο. Ο κ. Φασούλας σημειώνει ακόμα πως αυτά που ξεχωρίζουν άνθρωπο από άνθρωπο είναι τα βιώματα, αφού «ο άνθρωπος στα βασικά του χαρακτηριστικά είναι παντού ο ίδιος. Δεν θα συγκινιόταν αλλιώς ο Ιάπωνας με τις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες, ούτε εμάς θα μας άγγιζε λ.χ. η λατινοαμερικάνικη ποίηση ή η γλυπτική λαών που έζησαν πριν από δεκάδες χιλιάδες χρόνια και σε συνθήκες εντελώς διαφορετικές από τις σημερινές».
* Γιατί «Πομόνα»; Αντλείτε από τα βάθη κι εσείς;
- Αυτό είναι ένα σχήμα λόγου. Η πομόνα κάνει συγκεκριμένη δουλειά: τραβάει νερό για τα ποτίσματα. Ο τίτλος «Πομόνα» απ’ την άλλη επιλέχθηκε διότι το ομώνυμο διήγημα θεωρώ πως δίνει έναν συγκεκριμένο αισθητικό τόνο που διέπει το σύνολο της συλλογής. Δεν ήθελα να υπονοήσω ντε και καλά κάποια αναλογία. Και ομολογώ ότι, σ’ έναν βαθμό, εύχομαι να μην ισχύει η αναλογία αυτή. Τραβάμε νερό πλέον κάτω από 300 μέτρα βάθος, ξέρετε… Μιλάμε για ερημοποίηση πλήρη.
* Οκτώ διηγήματα που σκιαγραφούν την ανθρωπογεωγραφία του θεσσαλικού κάμπου…
- Τα διηγήματα της συλλογής εξελίσσονται κατά κύριο λόγο στη Θεσσαλία, όχι διότι θεωρώ πως η Θεσσαλία έχει κάτι εντελώς ξεχωριστό σε σχέση με τα υπόλοιπα μέρη, αλλά για λόγους προσωπικούς. Διότι εμένα που μεγάλωσα εδώ, αυτά είναι τα βιώματά μου. Επομένως, ενστικτωδώς ανατρέχω σ’ αυτά πολύ συχνά όταν σκέφτομαι ορισμένα πράγματα -και με μία δόση νοσταλγίας ίσως. Κατά τ’ άλλα, νομίζω ότι ο άνθρωπος στα βασικά του χαρακτηριστικά είναι παντού ο ίδιος. Δεν θα συγκινιόταν αλλιώς ο Ιάπωνας με τις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες, ούτε εμάς θα μας άγγιζε λ.χ. η λατινοαμερικάνικη ποίηση ή η γλυπτική λαών που έζησαν πριν από δεκάδες χιλιάδες χρόνια και σε συνθήκες εντελώς διαφορετικές από τις σημερινές. Υπάρχει επομένως μία βασική συγγένεια που μας επιτρέπει αυτού του είδους την επικοινωνία και αυτό είναι σημαντικό.
* Υπάρχει κάποιος άξονας που συνδέει τα διηγήματα μεταξύ τους, ή κινούνται αυτόνομα;
- Και τα δύο. Το κάθε διήγημα μπορεί ασφαλώς να διαβαστεί ανεξάρτητα από τα υπόλοιπα. Από την άλλη υπάρχει μια συνάφεια που αφορά περισσότερο την προσέγγιση και τη γλώσσα. Υπάρχει ένα κοινό ύφος και μια κοινή αίσθηση, νομίζω.
* «Μικρά χωριά, μεγάλες ιστορίες» λένε στα θεσσαλικά χωριά. Σκοτεινός αν μη τι άλλο ο θεσσαλικός κάμπος, «σύμπαν που κοχλάζει»…
- Αλλά ταυτόχρονα και πολύ φωτεινό σύμπαν. Τόσο φωτεινό δηλαδή που σε τυφλώνει πολλές φορές και πας με το κεφάλι κατεβασμένο, σαν να εκμηδενίζεσαι. Είναι υποβλητική αυτή η αντίφαση. Σε δυσκολεύει να πάρεις θέση απέναντι στα πράγματα.
* Η γλώσσα που χρησιμοποιείτε πώς είναι; Θεσσαλική;
- Σημασία έχει να κάνει τη δουλειά της η γλώσσα, εργαλείο είναι. Και η δουλειά της είναι να δώσει μια μορφή σ’ ένα χάος εικόνων και αισθήσεων που διαρκώς υπερβαίνουν οποιαδήποτε τέτοια απόπειρα, λόγω του πλούτου τους. Από ‘κει και πέρα, η γλώσσα των πρωταγωνιστών είναι στοιχείο της ιδιοσυγκρασίας τους, δεν είναι ένα χαρακτηριστικό ξεκομμένο από το διήγημα ως σύνολο. Με άλλα λόγια, δεν μ’ ενδιέφερε να είναι «θεσσαλική» η γλώσσα. Με ενδιέφερε να είναι αρμόζουσα.
* Τι ρόλο παίζουν τα κολλάζ της Μαρίας Χαρτοκόλλη;
Τα κολλάζ της Μαρίας είναι σε διάλογο με τα διηγήματα. Υπάρχει μία καταρχήν ταύτιση των διηγημάτων με τα κολλάζ, στον βαθμό που και τα δύο έχουν ως σημείο αναφοράς τη φορτισμένη συγκινησιακά εικόνα, η οποία ούτε προσδιορίζεται, ούτε εξηγείται. Η εικόνα λειτουργεί μέσω της αισθητικής της δύναμης και το μεγάλο στοίχημα είναι ν’ αποδοθεί η πυκνότητα και η ζωντάνια της όσο το δυνατόν σαφέστερα -που σημαίνει: να παραμείνει εν μέρει ασαφής. Είναι μια άσκηση ισορροπίας αυτή πολύ απαιτητική. Ανεξάρτητα αν το καταφέρνουν ή όχι, θεωρώ ότι τα κολλάζ της Μαρίας βαδίζουν σ’ αυτήν τη λογική, έστω και ασυναίσθητα.