ήταν εβραϊκής καταγωγής και τα έργα του εστίασαν στο ζήτημα των ερωτικών σχέσεων, με αποτέλεσμα να κατηγορηθεί πολλές φορές και από πολλές και διαφορετικές πλευρές. Δεν είναι τυχαία η ρήση του Σίγκμουντ Φρόιντ ότι ο Σνίτσλερ πρόλαβε με τη λογοτεχνία και το θέατρό του όσα εκείνος προσπαθούσε να αποδείξει ψυχαναλυτικά. Στην πλούσια ελληνική βιβλιογραφία του Σνίτσλερ έρχεται να προστεθεί τις επόμενες ημέρες η μυθοπλασία του «Η ξένη», που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Περισπωμένη, σε μετάφραση και επίμετρο Μάνου Περράκη. Το ΑΠΕ-ΜΠΕ προδημοσιεύει ένα απόσπασμα από την «Ξένη», που είναι μια ιστορία ακαταμάχητης γυναικείας γοητεία και μοιραίου έρωτα.
[...] Κάθε συνάντηση ενέτεινε την επιθυμία του για εκείνη. Η Καταρίνα ήταν ντυμένη πάντοτε απλά, όμως η ψηλή κορμοστασιά της και, κυρίως, ο ιδιαίτερος, βασιλικός θα έλεγε κανείς, τρόπος της να γέρνει το κεφάλι της ελαφρά προς τα πλάγια, όταν άκουγε προσεκτικά κάποιον, της προσέδιδε μία μοναδική ευγένεια. Δεν μιλούσε πολύ και τα μάτια της, όταν βρισκόταν στο μέσον μίας συντροφιάς, ήταν συνήθως βυθισμένα σ’ έναν μακρινό ορίζοντα όπου κανείς άλλος δεν είχε πρόσβαση. Στους νεαρούς κυρίους δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία, ενώ προτιμούσε να συνομιλεί με ώριμους άνδρες που κατείχαν φήμη ή κάποιο αξίωμα. Και πάλι έναν χρόνο έπειτα αφ’ ότου ο Άλμπερτ την είχε γνωρίσει, αρραβωνιάστηκε, έτσι φημολογούνταν, με τον κόμη Ρούμμινγκσχάουζ, που είχε μόλις επιστρέψει από μία ερευνητική περιήγηση στο Θιβέτ και το Τουρκεστάν. Τότε ήταν που ο Άλμπερτ συνειδητοποίησε ότι η μέρα που η Καταρίνα θα έδινε το χέρι της σε άλλον από εκείνον θα ήταν η τελευταία της ζωής του και ότι ο ίδιος, ο οποίος είχε διανύσει τη ζωή του μέχρι το τριακοστό της έτος τόσο ομαλά, μεμιάς συνειδητοποίησε όλους τους κινδύνους και την τρέλα στην οποία ένα έντονο πάθος θα μπορούσε να βυθίσει ακόμη και τον πιο λογικό άνδρα.
Θεωρούσε τον εαυτό του απέναντι στην Καταρίνα μηδαμινό. Ναι μεν διέθετε ένα αξιοπρεπές εισόδημα με το οποίο θα μπορούσε να διαγάγει έναν πραγματικά ξένοιαστο βίο ως εργένης, όμως σε καμία περίπτωση δεν περίμενε να πλουτίσει. Είχε μπροστά του μία σίγουρη, αλλά όχι σπουδαία σταδιοδρομία. Ήταν πάντοτε ντυμένος με μεγάλη επιμέλεια χωρίς ωστόσο να δείχνει πραγματικά κομψός, μιλούσε όχι δίχως χάρη, όμως ποτέ δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο να πει, και ήταν ευπρόσδεκτος παντού χωρίς ωστόσο η παρουσία του να προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση. Και έτσι διαισθανόταν ότι ένα τόσο μυστηριώδες πλάσμα όπως η Καταρίνα, που ερχόταν από έναν κόσμο διαφορετικό απ’ τον δικό του, θα ήταν σαν να του έκανε μεγάλη χάρη σε περίπτωση που κατόρθωνε να την κάνει δική του, και ότι τότε το τίμημα που θα έπρεπε να πληρώσει για μια ευτυχία που ένιωθε ότι δεν δικαιούνταν θα ήταν πραγματικά μεγάλο. Και καθώς ήταν πέρα για πέρα αποφασισμένος να προβεί σε κάθε θυσία, άρχισε σιγά σιγά να ανακτά την αυτοπεποίθησή του. Ένα πρωί έμαθε ότι ο κόμης είχε αναχωρήσει για τη Γαλικία χωρίς να πει τίποτα∙ και τότε, με μια αποφασιστικότητα που δεν ήταν ίδιον του χαρακτήρα του, θεώρησε ότι είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή και πήγε να βρει την Καταρίνα.
Πόσο μακρινές του φαίνονταν τώρα εκείνες οι ώρες. Ανακάλεσε στη μνήμη του το δωμάτιο στη Σκωτική Πλατεία, ευρύχωρο και θολωτό, αλλά χαμηλοτάβανο, με παλιά καλοδιατηρημένα έπιπλα, είδε τη βαθυπόρφυρη καρέκλα που βρισκόταν τραβηγμένη δίπλα στο παράθυρο, το ανοιγμένο πιάνο με τις ανοιχτές παρτιτούρες, το στρογγυλό τραπέζι από μαόνι πάνω στο οποίο βρισκόταν ένα άλμπουμ με κάλυμμα από μάργαρο και το δοχείο για τα επισκεπτήρια που ήταν από παλιά πορσελάνη Μάισνερ. Και τότε θυμήθηκε ότι είχε κοιτάξει κάτω στην ευρύχωρη πλατεία το πλήθος του κόσμου που ερχόταν από τη λειτουργία της Κυριακής των Βαΐων στην αντικρινή Σκωτική Εκκλησία. Ενώ έκρουαν οι καμπάνες έκανε την εμφάνισή της από το διπλανό δωμάτιο η Καταρίνα με τη μητέρα της χωρίς να δείξει ιδιαίτερη έκπληξη για την επίσκεψή του όσο εκείνος θα περίμενε. Τον άκουσε με προσήνεια και δέχτηκε την πρότασή του όπως ακριβώς θα δεχόταν την πρόσκληση για έναν χορό. Η μητέρα της, πάντα με το μειλίχιο χαμόγελο των βαρήκοων, καθόταν σιωπηλή στη γωνία του ντιβανιού, γέρνοντας πού και πού το αφτί στη μαύρη μεταξωτή βεντάλια της. Καθ’ όλη τη διάρκεια της συνομιλίας τους σ’ εκείνο το δροσερό δωμάτιο που ήταν διαποτισμένο με την ήρεμη διάθεση της Κυριακής ο Άλμπερτ είχε την αίσθηση ότι είχε εισχωρήσει σε μία χώρα την οποία είχαν ταλανίσει για πολύ καιρό σφοδροί άνεμοι και στην οποία τώρα ήταν διάχυτη η επιθυμία για γαλήνη. Και καθώς κατέβαινε τα γκρίζα σκαλοπάτια δεν είχε τη μακάρια αίσθηση μιας εκπληρωμένης επιθυμίας, αλλά μονάχα την επίγνωση ότι εισερχόταν σε μια μαγευτική, αλλά αβέβαιη και σκοτεινή εποχή της ζωής του. [...]