Η επιστημονική εξέταση, η πρώτη στην οποία έχει υποβληθεί το αριστούργημα του Ολλανδού δασκάλου του χρωστήρα από το 1994, αποκάλυψε την παρουσία μικροσκοπικών βλεφαρίδων γύρω από τα μάτια του κοριτσιού, που είναι αόρατες διά γυμνού οφθαλμού, εξηγεί το μουσείο της Χάγης. Η έρευνα έχει επίσης αποδείξει την ύπαρξη μιας πράσινης κουρτίνας στο φαινομενικά άδειο φόντο του πίνακα, που χρονολογείται από το 1665. Είναι ένα είδος «διπλωμένου υφάσματος», το οποίο ξέβαψε κατά τη διάρκεια των αιώνων.
Όλα αυτά τα αποτελέσματα «προσφέρουν μιαν αντίληψη για έναν πίνακα πολύ πιο ανθρώπινο απ' όσο πιστεύαμε προηγουμένως», αναφέρεται στην ανακοίνωση του μουσείου.
Τους ερευνητές από καιρό σαγήνευε η εικόνα αυτής της νεαρής γυναίκας με την αινιγματική εμφάνιση, με το κεφάλι τυλιγμένο στο γαλαζοκίτρινο μαντίλι και ένα τεράστιο μαργαριτάρι να κρέμεται από το αυτί της. Η έρευνα που πραγματοποίησε μια διεθνής ομάδα επιστημόνων από τον Φεβρουάριο του 2018, έφερε στο φως νέες λεπτομέρειες σχετικά με τη χρήση των αποχρώσεων και τον τρόπο με τον οποίο ο Βερμέερ εκτελούσε το έργο του, χρησιμοποιώντας διαφορετικές χρωματικές επιστρώσεις.
Ο ζωγράφος για παράδειγμα τροποποίησε την αρχική δομή στη σύνθεση του πίνακα, μετακινώντας τη θέση του αυτιού, την κορυφή του μαντιλιού και τον αυχένα του μοντέλου, ενώ χρησιμοποίησε χρωστικές πρώτες ύλες από όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου, συμπεριλαμβανομένου κι ενός φυσικού μπλε της ουλτραμαρίνης (λουλακί) από το Αφγανιστάν, που εκείνην την εποχή θεωρείτο «πιο πολύτιμο κι από τον χρυσό».
Όσο για το μαργαριτάρι, είναι μια «ψευδαίσθηση», αποτελούμενη από έναν συνδυασμό από«ημιδιαφανείς και αδιαφανείς πινελιές λευκού χρώματος», εξηγεί στην ανακοίνωση το Mauritshuis. Παραμένει μυστήριο ποια πόζαρε στον πίνακα «Κορίτσι με το Μαργαριταρένιο Σκουλαρίκι». Ωστόσο, εκείνο που δεν πέτυχαν οι αναλύσεις είναι να ταυτοποιήσουν το κορίτσι που απεικονίζεται, ούτε έδειξαν αν υπήρχε πραγματικά ή αν είναι προϊόν της δημιουργικής φαντασίας του Βερμέερ.«Η νεαρή κοπέλα δυστυχώς δεν έχει αποκαλύψει ακόμα το μυστικό της ταυτότητάς της, όμως εμείς μάθαμε να τη γνωρίζουμε λίγο καλύτερα» δήλωσε η διευθύντρια του μουσείου Μαρτίν Γκόσελινκ.