Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου
Λαρίσης και Τυρνάβου κ. Ι γ ν α τ ί ο υ
Πήγαμε στο Θέατρο του Μύλου και είδαμε το «Θεατρικό Χρονικό της Καταστροφής» «Κάποτε στη Σμύρνη» από το Θεσσαλικό Θέατρο, του Δήμου μας. Ένα έργο που επιμελήθηκε ο δικός μας άνθρωπος, ο μεγάλος δάσκαλος της Σκηνής, ο Κώστας Τσιάνος. Μια παράσταση που διαρκεί περίπου μιάμιση ώρα και σου μεταφέρει όλο τον πόνο αυτής της γενοκτονίας, αυτής της καταστροφής, αυτού του ανελέητου διωγμού μας απ’ τις προγονικές μας εστίες, αλλά συγχρόνως και μία παράσταση που σου μεταφέρει το κλίμα της πνευματικής καλλιέργειας αυτού του λαού, που ήξερε να ζει και να χαίρεται. Διανθισμένο το έργο με ένα θαυμάσιο αρχαίο χορικό αλλά συγχρόνως και με γνωστά σμυρναίϊκα τραγούδια, γίνεται τόσο ευχάριστο τόσο ελκυστικό! Ο κ. Τσιάνος συνέθεσε αυτό το έργο από θαυμαστά κείμενα μεγάλων λογοτεχνών τα οποία μετέτρεψε σε επιτυχείς διαλόγους, αλλά αυτό που έχει αξία είναι οι επιλογές του. Διάλεξε κείμενα χτυπητά που το καθένα έκρουε και μια απ’ τις χορδές της ανθρώπινης και προ πάντων της ρωμαίϊκης ψυχής.
Έκανε μια φανταστική σύνθεση. Πέρασε μηνύματα με διαχρονική αξία, για αγάπη στο Θεό, στην πατρίδα, στη χαρά, στη ζωή, στην ισονομία, στην τιμή, στα υψηλά και αθάνατα ιδανικά της φυλής. Τραγούδησε ως και τις μικρές καθημερινές χαρές της ζωής, για να φθάσει να μας μεταβάλει όλους εμάς, τους θεατές αυτού του μεγαλειώδους δρώμενου, πραγματικούς θεατές των αρρήτων, όταν ζωγραφίζει σαν θείο όραμα και προσδοκία κάθε ενός μας, ο οποίος είναι πρόσφυγας σ’ αυτό τον κόσμο, την αληθινή αναζήτηση του φωτός έτσι όπως το συνθέτει με την κορυφή του φλεγόμενου κωδωνοστασίου της Αγίας Φωτεινής της Σμύρνης μας, υπό τους ήχους της θλιμμένης καμπάνας της, κάτω απ’ το ματωμένο ράσο του Μάρτυρος Επισκόπου της.
Θα ταν παράλειψίς μου αν δεν επαινούσα τους ηθοποιούς αυτού του έργου, οι οποίοι επί μιάμιση ώρα όλοι τους επάνω στη σκηνή μάς μετάγγισαν αυτό το μεγαλείο.
Δεν ξέρω πολλά πάνω σ’ αυτό κι ίσως να τους αδικήσω αλλά θαυμάσαμε τις εναλλαγές των αισθημάτων στα πρόσωπά τους, τις συντονισμένες κινήσεις τους, τις όμορφες φωνές τους, την ευλυγισία τους και τον παλμό τους. Τα δάκρυά τους στα δραματικά μέρη του έργου και τα χαροποιά γέλια τους στα εύθυμα και φαιδρά. Δίδαξαν, όπως θα έλεγαν οι πρόγονοί μας, και γίναμε μαθητές τους. Τους συγχαίρουμε και τους ευχόμαστε να χουν υγεία και να μεταδίδουν αθάνατα διδάγματα και χαρά στους θεατές τους.
Ευχαριστούμε και συγχαίρουμε όλους τους παράγοντες αυτού του έργου και ευχόμαστε να μην ξαναδεί ποτέ η ανθρωπότητα τέτοιο «γιαγκίνι», τέτοια απανθρωπιά, που υποβιβάζει τον άνθρωπο, το τέλειο του Θεού δημιούργημα.