Επιμέλεια: Μαρία Μίχου michou@eleftheria.gr
Επιχειρηματίας από... ανάγκη έγινε ένας στους τρεις Έλληνες, ελέω κρίσης, σύμφωνα με σχετική μελέτη του Ινστιτούτου Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών για το 2008 (GEM), που επικεντρώνεται στην εγχώρια επιχειρηματικότητα αρχικών σταδίων. Η Ελλάδα, σε σύγκριση με ευρωπαϊκές και άλλες χώρες, καταγράφει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά αυτοαπασχόλησης (12% στη φετινή έρευνα). Στα αρνητικά χαρακτηριστικά της επιχειρηματικής δραστηριότητας στη χώρα καταγράφονται η μικρή συμβολή στην απασχόληση, καθώς τέσσερα στα εννέα νέα εγχειρήματα απασχολεί μόνον τον/τους ιδιοκτήτη/ιδιοκτήτες, ενώ περίπου το 40% των νέων επιχειρηματιών δεν αναμένει να απασχολήσει κάποιον υπάλληλο στα επόμενα πέντε χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, σαν κεντρικό συμπέρασμα οι μελετητές εξάγουν το ότι οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην ελληνική επιχειρηματικότητα (για το 2008) είναι ηπιότερες, σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Να σημειωθεί ότι την έρευνα υπογράφουν ο καθηγητής Σταύρος Ιωαννίδης, ο υπεύθυνος ερευνών του ΙΟΒΕ, Άγγελος Τσακανίκας και η ερευνητική συνεργάτιδα του ΙΟΒΕ, Στελίνα Χατζηχρήστου.
Αν και οι ουσιαστικές επιπτώσεις αναμένεται να καταγραφούν στην έρευνα του 2009, ήδη τα ευρήματα του 2008 παρέχουν κάποιες σημαντικές ενδείξεις για τις επιπτώσεις της κρίσης. Σύμφωνα με την έρευνα του ΙΟΒΕ, η αντίληψη για την ύπαρξη καλών επιχειρηματικών ευκαιριών επηρεάστηκε στην Ελλάδα ήδη από το 2008, ως αποτέλεσμα της επιδείνωσης του οικονομικού κλίματος που προκλήθηκε από τις πρώτες ενδείξεις της κρίσης. Η υποχώρηση, όμως, είναι ηπιότερη σε σχέση με άλλες χώρες που αντιμετώπισαν σοβαρότερα προβλήματα όπως π.χ. Ισλανδία, Ιρλανδία, Λετονία και Ουγγαρία.
ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ...
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με την έρευνα, η πρώτη επίπτωση από την τότε επερχόμενη κρίση το 2008 ήταν η σημαντική αύξηση της επιχειρηματικότητας αρχικών σταδίων λόγω ανάγκης. Οι δυσμενείς προβλέψεις για την εξέλιξη της κρίσης και η πιθανότητα απώλειας θέσεων εργασίας ώθησαν κάποια άτομα στο να λειτουργήσουν «προληπτικά», εξασφαλίζοντας για τον εαυτό τους απασχόληση μέσω της αυτοαπασχόλησης. Τα στοιχεία δείχνουν πως, σε ένα περιβάλλον έντονης κρίσης, το επίπεδο της επιχειρηματικότητας αρχικών σταδίων στην Ελλάδα όχι μόνο δε μειώνεται σημαντικά (φτάνει το 8,8%), αλλά και ξεπερνά το μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας, με τους νέους επιχειρηματίες να εξακολουθούν να αποτελούν περίπου τους μισούς του συνόλου. Αν συνυπολογιστεί και το ποσοστό των καθιερωμένων επιχειρηματιών στην Ελλάδα (περίπου 14% τη διετία 2008-2009), δηλαδή οι επιχειρηματίες που είναι ιδιοκτήτες ή συνιδιοκτήτες μιας επιχείρησης που λειτουργεί τουλάχιστον 3,5 χρόνια, τότε συνολικά ένα 22% περίπου του πληθυσμού ηλικίας 18-64 ετών (σχεδόν 1,5 εκατ. άτομα) συμμετείχε σε κάποιου τύπου επιχειρηματική δραστηριότητα τη διετία 2008-2009. Πρόκειται για την υψηλότερη σχετική επίδοση στην Ευρώπη και μία από τις υψηλότερες στο σύνολο των χωρών που συμμετέχουν στο GEM γεγονός που, βέβαια, αποτυπώνει κυρίως το μεγάλο ποσοστό της αυτοαπασχόλησης στην Ελλάδα. Επιπλέον, περίπου 1 εκατ. άτομα (16,6% του πληθυσμού, έναντι 13,7% το 2007) δηλώνουν πως σκοπεύουν να εισέλθουν στον επιχειρηματικό στίβο κάποια στιγμή τα επόμενα τρία χρόνια.
...ΑΠΟ ΑΝΑΓΚΗ
Αυτή η ποσοτική βελτίωση δεν συνοδεύεται από βελτίωση στα ποιοτικά χαρακτηριστικά της επιχειρηματικότητας –αντίθετα, παρουσιάζεται επιδείνωση. Το 35% των επιχειρηματικών προσπαθειών (έναντι 13% το 2007) στράφηκαν στην επιχειρηματική δράση λόγω έλλειψης άλλων δυνατοτήτων απασχόλησης, δηλαδή από ανάγκη. Αυτό αντικατοπτρίζεται κυρίως αναφορικά με τις γυναίκες. Κατά το 2008, το 12,1% των Ελλήνων ανδρών ηλικίας 18-64 ετών βρισκόταν στη φάση έναρξης ενός νέου εγχειρήματος, και το αντίστοιχο ποσοστό για τις γυναίκες έφτασε το 7,7%. Και οι δύο δείκτες έχουν ενισχυθεί σημαντικά σε σχέση με το 2007, αλλά η αύξηση στις γυναίκες είναι εντονότερη, με αποτέλεσμα σχεδόν το 40% των επιχειρηματιών αρχικών σταδίων να είναι γυναίκες, έναντι περίπου 30% την προηγούμενη διετία.
Επιβεβαιώνεται, έτσι, στην Ελλάδα το φαινόμενο σύμφωνα με το οποίο σε περιόδους κρίσης καταγράφεται άνοδος της αυτοαπασχόλησης, καθώς η έλλειψη άλλων επιλογών εργασίας ή η δυσαρέσκεια από το επίπεδο των αμοιβών από την τρέχουσα απασχόληση οδηγεί μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού στην αναζήτηση εναλλακτικών επιλογών εργασίας προς αυτό το πεδίο.
Η μέση ηλικία του νέου - επίδοξου επιχειρηματία στην Ελλάδα είναι περίπου 38 έτη (36 το 2007), καθώς τριπλασιάζεται του ποσοστό των νέων/επίδοξων επιχειρηματιών ηλικίας άνω των 55 ετών, οι περισσότεροι από τους οποίους στρέφονται στην επιχειρηματικότητα από ανάγκη.
ΕΚΤΟΣ
Από την άλλη πλευρά, το 2,3% του πληθυσμού 18-64 ετών (έναντι 2,6% το 2007), περίπου 220.000 άτομα, δηλώνει ότι έχει διακόψει τη λειτουργία ή έκλεισε μια επιχείρηση που κατείχε ή συμμετείχε στη διοίκηση, ή έχει σταματήσει οποιαδήποτε μορφή αυτοαπασχόλησης κατά το 2008. Η επίδοση αυτή συνεχίζει να είναι από τις υψηλότερες στις εξεταζόμενες χώρες του GEM, γεγονός που υποδηλώνει πως η υψηλή επιχειρηματικότητα αρχικών σταδίων μπορεί να συνοδεύεται και από αντίστοιχα υψηλό ποσοστό αναστολής λειτουργίας. Η ευκολία άλλωστε με την οποία μπορεί να ανοίγουν νέες επιχειρήσεις οδηγεί και σε αντίστοιχα περισσότερες επιχειρηματικές αποτυχίες.
Το 2008, αλλά και το 2009, οι κύριες αιτίες για τη διακοπή λειτουργίας των εγχειρημάτων που εντοπίζονται ήταν η περιορισμένη κερδοφορία (45,2%), η δυσκολία χρηματοδότησης (17%) ενώ μόλις το 3,7% βρήκε μια καλή ευκαιρία για να πουλήσει την επιχείρηση, έναντι 10% την προηγούμενη χρονιά. Συμπερασματικά, η χαμηλή κερδοφορία ως συνέπεια της κρίσης επηρέασε φέτος περισσότερο την απόφαση για έξοδο από την επιχειρηματικότητα, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια.
ΜΙΚΡΟΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ
Σε συνέχεια των ποιοτικών αδυναμιών, η ρηχότητα, η εσωστρέφεια και η μικρή συμβολή στην απασχόληση παραμένουν τα βασικά χαρακτηριστικά της επιχειρηματικότητας που εκδηλώνεται στη χώρα. Χαρακτηριστικό είναι ότι 4 στα 9 νέα εγχειρήματα απασχολούν μόνον τον/τους ιδιοκτήτη/ιδιοκτήτες, ενώ το 40% περίπου δεν αναμένει να απασχολήσει κάποιον υπάλληλο μέσα στα επόμενα πέντε έτη.
Σύμφωνα με τους μελετητές, τα ευρήματα της έρευνας επιβεβαιώνουν στην Ελλάδα τον διαχρονικό χαρακτήρα της μέσης νέας επιχείρησης, που ξεκινά ως μια πολύ μικρή επιχείρηση και παραμένει πολύ μικρή. Στο πλαίσιο αυτό, σε συνδυασμό και με την αύξηση του κόστους έναρξης της όποιας επένδυσης, στα 50.000 ευρώ περίπου για το 2008, σε σχέση με τα 45.000 που ήταν αντίστοιχα το 2007, αλλά και τον προσπορισμό ξένων (όχι ίδιων) κεφαλαίων από τους νέους/επίδοξους επιχειρηματίες, οι μελετητές εκτιμούν ότι προκύπτει ανάγκη ανάπτυξης της μικροχρηματοδότησης (μικροπίστωσης) σε πολύ πιο ευρεία κλίμακα από τη σημερινή. Οι μελετητές αναφέρουν ότι σε επίπεδο Ε.Ε. έχει αναγνωριστεί αυτό και σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων θα διατεθούν σχετικά κονδύλια, αλλά από το 2010.