Στις 200.000 περίπου ανέρχονται οι χαμένες θέσεις εργασίας και οι θέσεις που βρίσκονται στον «κόκκινο» από την αρχή του χρόνου, όπως προκύπτει από τα στοιχεία έρευνας για το δεύτερο τετράμηνο του 2009, που διεξήγαγε η εταιρεία δημοσκοπήσεων MARC για λογαριασμό του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (ΓΣΕΒΕΕ).
Η έρευνα είχε ως βασικό στόχο να καταγράψει τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μικρές επιχειρήσεις λόγω της οικονομικής κρίσης.
Οι θέσεις εργασίας που χάθηκαν το τελευταίο εξάμηνο είναι 85.250, ενώ μέχρι το τέλος του χρόνου υπολογίζεται ότι 90.000 έως 100.000 θέσεις απασχόλησης θα βρεθούν σε κατάσταση επισφάλειας.
Από τα μέχρι τώρα στοιχεία, μάλιστα, προκύπτει σε 7 νομούς της χώρας η ψαλίδα μεταξύ κλεισίματος και ανοίγματος επιχειρηματικής δραστηριότητας μικραίνει και αυτό συμβαίνει διότι έχουν αυξηθεί τα λουκέτα.
Σε ό,τι αφορά στα ευρήματα της έρευνας που πραγματοποιήθηκε σε τυχαίο δείγμα πανελλαδικά σε 831 επιχειρήσεις όπως αναφέρθηκε, προκύπτει σοβαρή μείωση της ζήτησης, καθώς δηλώνει κάμψη το 72% των επιχειρήσεων του δείγματος (στη μεταποίηση το ποσοστό ανέρχεται στο 81,7%) και αυτό αν και οι 9 στις 10 επιχειρήσεις διατήρησαν ή ακόμα και μείωσαν τις τιμές στις οποίες προσφέρουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2008.
Επιπρόσθετη μαρτυρία για την ύφεση είναι ότι οι 3 στις 4 επιχειρήσεις δήλωσαν ότι αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας (84% στη μεταποίηση) με αύξηση του όγκου των ακάλυπτων επιταγών. Η «στάση πληρωμών» έχει επηρεάσει και τις προοπτικές, καθώς οι μισές σχεδόν επιχειρήσεις (47,5%) εκτιμούν ότι θα μειώσουν τις παραγγελίες προς τους προμηθευτές τους το επόμενο εξάμηνο και το 35,4% εκτιμά ότι θα μείνουν σταθερές.
Η κατάσταση αυτή οδηγεί σε επιδείνωση των προοπτικών και σε ότι αφορά στην απασχόληση. Ενώ το προηγούμενο εξάμηνο το 20,1% των επιχειρήσεων προχώρησε σε μείωση του προσωπικού και 4,6% σε αύξηση, για τους επόμενους έξι μήνες το 20,8% των επιχειρήσεων εκτιμά ότι θα προχωρήσει σε μείωση προσωπικού ενώ μόνο το 3,2% θα αυξήσει το προσωπικό του.
Χαρακτηριστικό της επιδείνωσης είναι ότι το 69,6% των επιχειρήσεων δηλώνουν ότι θα διατηρήσουν το προσωπικό σταθερό, ενώ σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας του Μαΐου το ποσοστό αυτό ήταν 78,5%. Αυτό συνεπάγεται ότι μέχρι το τέλος του χρόνου 90.000 με 100.000 θέσεις εργασίας θα βρεθούν σε επισφάλεια.
Στα αίτια του προβλήματος οι επιχειρηματίες κατατάσσουν την «κρατική ακρίβεια», η οποία συμβάλλει στην αύξηση του λειτουργικού κόστους με τη μεγαλύτερη επιβάρυνση να προέρχεται από την αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ (46,3% των ερωτηθέντων) και των δημοτικών τελών (22,7%). Το όφελος από τη μείωση των φορολογικών συντελεστών στις μικρές επιχειρήσεις ισοσκελίστηκε από τη μεγάλη αύξηση του λειτουργικού κόστους τα τελευταία έτη.
Ακόμα, αντικίνητρο στις προσλήψεις νέου προσωπικού στις μικρές επιχειρήσεις για τις 7 στις 10 επιχειρήσεις είναι εκτός των άλλων το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών (μη μισθολογικό κόστος), ενώ μόνο 1 στις 8 επιχειρήσεις θεωρεί ως αντικίνητρο το ύψος του μισθού.
Επιπλέον οι 3 στις 4 επιχειρήσεις κρίνουν ότι το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλλουν στον ΟΑΕΕ είναι υψηλό και σχεδόν οι μισές ζητούν να αλλάξει ο τρόπος προσδιορισμού των ασφαλιστικών εισφορών και να συνδεθεί με το εισόδημα που προέρχεται από την επιχειρηματική δραστηριότητα.
Προτείνεται στο πλαίσιο αυτό η αλλαγή τρόπου, σχεδιασμού και στόχων του ΟΑΕΔ σε συνδυασμό με τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Όπως δήλωσε το 59,4% των ερωτηθέντων η παρατεταμένη προεκλογική περίοδος σε συνδυασμό με την πολιτική ρευστότητα και την ασάφεια γύρω από την ημερομηνία εκλογών επιφέρει αρνητικές συνέπειες στις επιχειρήσεις.
Σημειώνεται δε ότι οι επιχειρηματίες εξέφρασαν την αντίθεσή τους στη θεσμοθετημένη ρύθμιση για έλεγχο των φορολογικών στοιχείων τους από ιδιωτικές εταιρείες καθότι εκτιμούν ότι υπάρχει κίνδυνος για τα φορολογικά τους στοιχεία που θα μεταβληθούν σε εμπορεύσιμο είδος.
Ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, Δ. Ασημακόπουλος, σχολίασε ότι εδώ και 5 μήνες καταγράφεται ο κίνδυνος για την οικονομία μας από ένα παλιρροιακό κύμα και δεν κάνουμε τίποτα για να το αποφύγουμε αντίθετα περιμένουμε να ρυθμιστεί το πρόβλημα από την αγορά.
Τέλος σε ερώτηση σχετικά με τα χρήματα που δίνονται από το ΤΕΜΠΜΕ ο κ. Ασημακόπουλος επανέλαβε τη θέση του ότι πρώτον αυτά τα χρήματα δεν έχουν δοθεί στο σύνολό τους αν και έχουν εγκριθεί και μέρος τους θα πάει στην τοκοφορία και σε αποπληρωμή παλαιότερων δανείων με υψηλά επιτόκια και εν τέλει δεν αφορούν στην ενεργό ζήτηση που απαιτείται αυτό το διάστημα για να ξεπεράσουμε τη στάση της ζήτησης και την έλλειψη ρευστότητας.