«Μεγαλύτερη και του 5%» του ΑΕΠ, μείωση του ελλείμματος, συνιστά για το 2010 ο διοικητής της ΤτΕ, Γιώργος Προβόπουλος, στην ετήσια έκθεση του που δημοσιοποιήθηκε χθες. Κύρια χαρακτηριστικά της κρίσης, επισημαίνει ο κ. Προβόπουλος, είναι το μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα, το τεράστιο χρέος και η συνεχής διάβρωση της ανταγωνιστικής θέσης της χώρας. Τα προβλήματα αυτά προϋπήρχαν της διεθνούς κρίσης του 2008 και ήταν αναπόφευκτο, χωρίς τολμηρές και αποφασιστικές παρεμβάσεις, να οδηγήσουν, αργά ή γρήγορα, σε αδιέξοδο.
Η σημερινή κρίση δεν αντανακλά απλώς μια παροδική, πτωτική, φάση του οικονομικού κύκλου, τονίζει η ΤτΕ και σημειώνει ότι αφορά το σύνολο της οικονομίας, τις δομές της, τις αντιλήψεις και συμπεριφορές που κυριάρχησαν επί σειρά ετών, «το στρεβλό μοντέλο ανάπτυξης που ακολουθήσαμε. Αυτό σημαίνει ότι η κρίση δεν επιδέχεται βραχυχρόνιες θεραπείες. Προϋποθέτει, αντίθετα, επίμονη και συστηματική προσπάθεια: μια προσπάθεια μακρά, συντεταγμένη και ρηξικέλευθη».
Η υπέρβαση της κρίσης προϋποθέτει, με άλλα λόγια, ρήξη με το παρελθόν, υπογραμμίζει η ΤτΕ.
Όπως αναφέρει ο κ. Προβόπουλος, η αύξηση του κρατικού χρέους θα συνεχιστεί το 2010 και ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα τείνει να σταθεροποιηθεί σε πολύ υψηλά επίπεδα (130%) μόλις το 2014. Αν μάλιστα το χρέος του 2009 τελικά αναθεωρηθεί στο 120% ή 122% του ΑΕΠ, θα πρέπει αυτή η πρόβλεψη να αναθεωρηθεί επί το δυσμενέστερο.
Τα δημόσια ελλείμματα και το χρέος είναι βεβαίως υψηλά και σε άλλες χώρες του κόσμου, στις οποίες όμως, σε αντίθεση με την Ελλάδα, χρηματοδοτούνται κυρίως από την εγχώρια αποταμίευση. Στην Ελλάδα η ακαθάριστη εθνική αποταμίευση, δημόσια και ιδιωτική μαζί, μόλις ξεπερνούσε το 5% του ΑΕΠ το 2009. Η υστέρηση της εθνικής αποταμίευσης οφείλεται κατά κύριο λόγο στα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα, αλλά και στην ταχεία αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης τα τελευταία χρόνια.
Η χαμηλή αποταμίευση δεν επαρκεί για να χρηματοδοτηθεί το δημόσιο χρέος από εγχώριες πηγές, με αποτέλεσμα να διογκώνονται το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και το εξωτερικό χρέος. Έτσι, το δημοσιονομικό πρόβλημα συμπλέκεται με εκείνο του εξωτερικού ελλείμματος και χρέους και τα «δίδυμα» ελλείμματα αναδεικνύονται ως η κύρια πηγή που τροφοδοτεί έναν επικίνδυνο φαύλο κύκλο, λέει ο κ. Προβόπουλος.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το 2008 έφθασε το 14,6% του ΑΕΠ και, μετά από παροδική υποχώρηση το 2009 στο 11,2% του ΑΕΠ, το πρώτο δίμηνο του 2010 έχει αρχίσει να διευρύνεται και πάλι. Το υψηλό εμπορικό έλλειμμα οφείλεται άμεσα στην απώλεια ανταγωνιστικότητας, η οποία από το 2001 μέχρι σήμερα έχει υπερβεί το 20%. Εκτιμάται εξάλλου ότι, με βάση τις σχετικές τιμές καταναλωτή αλλά και με βάση το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, η μείωση της ανταγωνιστικότητας είναι πιθανό να συνεχιστεί και το 2010.
ΜΕΙΩΣΗ 2% ΤΟΥ ΑΕΠ ΣΤΟ 11% Η ΑΝΕΡΓΙΑ
Σε ό,τι αφορά το ρυθμό ανάπτυξης ή καλύτερα συρρίκνωσης της οικονομίας, στην τελευταία έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική, τον περασμένο Μάρτιο, είχε εκτιμηθεί ότι η μείωση του ΑΕΠ θα είναι εφέτος της τάξεως του 2%. Η πρόβλεψη αυτή υπό τις παρούσες συνθήκες υπόκειται σε μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας, ενώ ισχυρές εμφανίζονται οι πιθανότητες για ακόμη μεγαλύτερη υποχώρηση, εκτιμά ο κ. Προβόπουλος.
Για το 2010 προβλέπεται περαιτέρω πτώση της απασχόλησης, ενώ το ποσοστό ανεργίας θα προσεγγίσει το 11%, σύμφωνα με την ΤτΕ.
Ο κ. Προβόπουλος υποστηρίζει θα έχει μεγάλη σημασία για το γενικότερο οικονομικό κλίμα, αν η δημοσιονομική εξυγίανση στο σκέλος των δαπανών προχωρήσει ακόμη περισσότερο από ό,τι μέχρι στιγμής προγραμματίζεται, ώστε να επιτευχθεί εφέτος μείωση του ελλείμματος μεγαλύτερη και του 5% του ΑΕΠ, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι το έλλειμμα του 2009 αναθεωρήθηκε σε 13,6% και μπορεί να αναθεωρηθεί περαιτέρω.
Η προσαρμογή αυτή είναι εφικτή αν επιδιωχθούν, με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και ταχύτερο βηματισμό, ο περιορισμός της σπατάλης και η συγχώνευση ή και κατάργηση φορέων του δημόσιου τομέα, που δεν προσφέρουν πραγματικό έργο
Η προτεινόμενη επιτάχυνση της δημοσιονομικής προσαρμογής ήδη από εφέτος, με περικοπή των δαπανών και εξορθολογισμό της λειτουργίας του δημόσιου τομέα θα εκπλήξει όντως θετικά τις αγορές και θα συμβάλει στην ταχύτερη αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, κατά τις εκτιμήσεις του κ. Προβόπουλου και θα βοηθήσει να μειωθεί περαιτέρω το κόστος δανεισμού του Δημοσίου, με αλυσιδωτές ευνοϊκές επιδράσεις στο κόστος δανεισμού των τραπεζών και κατ' επέκταση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ
Σε ό,τι αφορά την ανταγωνιστικότητα, ο διοικητής της ΤτΕ ζητεί «τολμηρές διαρθρωτικές αλλαγές», οι οποίες θα στοχεύουν:
1) Στον αναπροσανατολισμό του παραγωγικού προτύπου με έμφαση σε δυο αλληλένδετα στοιχεία: πρώτον, τις επενδύσεις που αυξάνουν την παραγωγικότητα και, δεύτερον, τον εξαγωγικό προσανατολισμό.
2) Στην ανταγωνιστική λειτουργία των αγορών προϊόντων και εργασίας, ώστε αφενός η εξέλιξη στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος να υποστηρίζει τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και τη δημιουργία θέσεων εργασίας και αφετέρου το κόστος αυτό να μη μεταφέρεται αδικαιολόγητα στις τελικές τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών.
3) Στη βελτίωση του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ασκείται η επιχειρηματική δραστηριότητα με την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, την εξάλειψη της διαφθοράς και τον εκσυγχρονισμό των λειτουργιών της δημόσιας διοίκησης, στην ταχεία και αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του ΕΣΠΑ και στην προώθηση της καθαρής ή «πράσινης» ανάπτυξης με την αλλαγή του σημερινού προτύπου παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας.
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΣΤΗΡΙΞΗΣ
Ο κ. Προβόπουλος σημειώνει ακόμα ότι είναι ιδιαίτερα θετικό ότι η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε την ενεργοποίηση του μηχανισμού χρηματοδοτικής στήριξης, καθώς εκτιμάται ότι θα παίξει σημαντικό θετικό ρόλο στην υπέρβαση της κρίσης για τους ακόλουθους λόγους:
* Βραχυχρόνια, εξασφαλίζει δανειακά κεφάλαια με σχετικά χαμηλό κόστος, αμβλύνει τις πιέσεις των αγορών και συμβάλλει στην εξομάλυνση των συνθηκών ρευστότητας και του τραπεζικού συστήματος.
* Μεσοπρόθεσμα, η λειτουργία του μηχανισμού με τη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ επιβάλλει αυστηρότερη πειθαρχία στην τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων, προσφέρει πολύτιμη τεχνογνωσία στο σχεδιασμό και την εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής και ενισχύει την εμπιστοσύνη των αγορών.
*. Μακροπρόθεσμα, το σχετικά χαμηλότερο κόστος δανεισμού μειώνει το ύψος των τόκων που θα επιβαρύνουν τις δημόσιες δαπάνες, διευκολύνοντας έτσι τη δημοσιονομική προσαρμογή.
* Η αναβάθμιση της παιδείας και η ενθάρρυνση της καινοτομίας, της έρευνας και της επιχειρηματικότητας.
Τέλος, σε ό,τι αφορά το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, στην έκθεση τονίζεται ότι επέδειξε ισχυρές αντοχές στην διάρκεια της διεθνούς κρίσης, γεγονός στο οποίο συνετέλεσε και η παροχή άφθονης ρευστότητας από το Ευρωσύστημα με χαμηλό κόστος.
Προϋπόθεση, όμως, για να διατηρήσει ο τραπεζικός τομέας αυτή την ανθεκτικότητά του και στο μέλλον, ιδιαίτερα εν όψει της σταδιακής απόσυρσης των έκτακτων μέτρων παροχής ρευστότητας, είναι η αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης, η οποία επηρεάζει τις λειτουργίες του, και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών στο μέλλον της οικονομίας.