Νέο ιστορικό υψηλό σημείωσε χθες το spread στα 10ετή ομόλογα, εντείνοντας τις ανησυχίες για το κόστος κρατικού δανεισμού. Παρά τις επίσημες διαψεύσεις ότι η Ελλάδα ζητά επαναδιαπραγμάτευση της ευρωπαϊκής συμφωνίας, το πριμ που ζητούσαν οι επενδυτές για τη διακράτηση 10ετών ελληνικών ομολόγων, έναντι των αντίστοιχων γερμανικών, άγγιξε τις 412 μονάδες, ενώ το κόστος ασφάλισης ελληνικού χρέους, έναντι αθέτησης πληρωμών ξεπέρασε τις 400 μονάδες βάσης.
Οι κερδοσκοπικές επιθέσεις άρχισαν να γίνονται πιο σφοδρές από προχθές, οπότε ξέσπασε η φημολογία γύρω από ενδεχόμενες προθέσεις της ελληνικής κυβέρνησης να επαναδιαπραγματευτεί τη συμφωνία στήριξης από ΕΕ-ΔΝΤ. Αποτέλεσμα το spread να εκτοξευτεί μέχρι στις 408 μονάδες. Το προηγούμενο αρνητικό ρεκόρ ήταν 405 μονάδες, στις 28 Ιανουαρίου.
Τις φήμες πυροδότησε δημοσίευμα του Market News International, το οποίο επικαλείτο υψηλόβαθμες κυβερνητικές πηγές. Το δημοσίευμα διαψεύστηκε και επισήμως από το υπουργείο Οικονομικών και έτσι το spread έκλεισε την ημέρα στις 377 μονάδες.
Τα spreads στα 2ετή, 3ετή και 5ετή ομόλογα εκτοξεύθηκαν στις 544, 555 και 455 μονάδες, αντίστοιχα.
Στο μεταξύ όπως επισημαίνουν διαχειριστές κεφαλαίων, η έκδοση ομολόγου σε δολάρια, η πρώτη τα τελευταία δύο χρόνια, δεν σημαίνει απαραίτητα χαμηλότερο κόστος δανεισμού για την Ελλάδα, οι οποίοι ζητούν επιτόκιο της τάξεως του 7% προκειμένου να αγοράσουν ελληνικά ομόλογα.
Τα ελληνικά ομόλογα έχουν σημειώσει απώλειες (τα μοναδικά στην ευρωζώνη) 4,6% από την αρχή του 2010. Το Ελληνικό Δημόσιο θα αναζητήσει μέσα από την έκδοση την άντληση ποσού 5 έως 10 δισ. δολάρια, προκειμένου να καλύψει τις δανειακές ανάγκες του Μαΐου (λήξεις παλαιότερων εκδόσεων κ.ά.), ύψους 10 δισ. ευρώ (13,5 δισ. δολ.).
Τα ελληνικά ομόλογα θα πωληθούν ως ομόλογα «αναδυόμενης αγοράς», στοχεύοντας σε επενδυτές που τοποθετούνται στους συγκεκριμένους, υψηλότερου ρίσκου σε σχέση με τις αναπτυγμένες αγορές, οι οποίοι αγοράζουν ομόλογα με βάση κυρίως το -υψηλό- επιτόκιο. Το πρόσθετο κόστος δανεισμού από τις εκδόσεις των ομολόγων που πραγματοποιήθηκαν από τις αρχές Ιανουαρίου υπολογίζεται στα 2,5 δισ. ευρώ ή 1% του ΑΕΠ, ενώ οι τόκοι που θα καταβάλει φέτος το Δημόσιο πλησιάζουν τα 13 δισ. ευρώ.