Την εκτίμηση ότι οι φόβοι για το ενδεχόμενο χρεοκοπίας της ελληνικής οικονομίας είναι παράλογοι εξέφρασε κατηγορηματικά ο νομπελίστας οικονομολόγος, J. Stiglitz, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που παρέθεσε, στο πλαίσιο του συνεδρίου το οποίο διοργάνωσαν ο Economist και η Hazliς & Rivas στην Αθήνα. Ο J. Stiglitz εξέφρασε την αντίθεσή του στη λήψη σκληρών οικονομικών μέτρων, δήλωσε ότι διαφωνεί με τον ευρωπαϊκό «φετιχισμό του ελλείμματος» και χαρακτήρισε παράγοντα – κλειδί για την έξοδο από την κρίση τη διαφάνεια. Σε αυτό πλαίσιο, εξέφρασε την πεποίθηση ότι η ΕΕ οφείλει να αναγνωρίσει τις προσπάθειες της νέας ελληνικής κυβέρνησης και να εστιάσει στις διαρθρωτικές αλλαγές και στις επενδύσεις.
Αναφερόμενος στην οικονομική κρίση, ο κ. Stiglitz, κατέληξε σε 4 συμπεράσματα:
1. Πρέπει να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στις κυβερνήσεις και τις αγορές, μέσω της ενίσχυση της διαφάνειας -επαίνεσε σε αυτό το πλαίσιο τις πρωτοβουλίες της ελληνικής κυβέρνησης.
2. Είναι αναγκαίες δαπάνες για επενδύσεις, σε τομείς όπως η εκπαίδευση και το περιβάλλον.
3. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές οφείλουν να αναλάβουν τις υποχρεώσεις τους απέναντι στην κοινωνία. Επίσης, χρειάζονται πιο παρεμβατικές κυβερνήσεις.
4. Απαιτείται να καταβληθεί μεγαλύτερη προσπάθεια για αλληλεγγύη στην ΕΕ -δημιουργία αποθεματικών που θα βοηθούν την οικονομία και ιδίως τις χώρες που αντιμετωπίζουν διαρθρωτικά προβλήματα, καθώς και απευθείας δανεισμός των κυβερνήσεων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (με χαμηλότερο επιτόκιο).
Ο κ. Στίγκλιτς αναφέρθηκε και στις εργασίες του Φόρουμ στο Νταβός, λέγοντας πως «ο Γιώργος Παπανδρέου τα πήγε πολύ καλά, ήταν ο μεγάλος αστέρας εκεί και κατάφερε κάπως να μειώσει τις αγωνίες που εκφράστηκαν».
Ο διακεκριμένος οικονομολόγος εξέφρασε, παράλληλα, την πεποίθηση ότι οι τράπεζες, από μέσο επίτευξης ενός σκοπού, έχουν γίνει οι ίδιες αυτοσκοπός.
Ο κ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
«Πρωτοφανή κερδοσκοπική επίθεση» εναντίον της ελληνικής οικονομίας, που αποτελεί «βαθύτατο πρόβλημα δημοκρατίας», διαπίστωσε ο Πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου, υπογραμμίζοντας ότι η σημερινή κατάσταση εντείνεται και από τις χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες του ελληνικού συστήματος.
Μιλώντας από το βήμα του χθεσινού συνεδρίου του Economist, ο κ. Παπανδρέου χαρακτήρισε οξύμωρο το γεγονός ότι την τύχη της Ελλάδας καθορίζουν διεθνείς οίκοι, πολλές φορές, όπως είπε, κερδοσκοπικοί, οι οποίοι φέρουν ευθύνη για τη σημερινή οικονομική κρίση.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Πρωθυπουργός δήλωσε ότι το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης επιχειρεί να «απελευθερώσει τη χώρα από το βραχνά των κερδοσκοπικών επιθέσεων», τονίζοντας ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει την «εθνική επιταγή να ανατρέψει τη σημερινή κατάσταση».
Ο ίδιος εξέφρασε την πεποίθηση ότι η χώρα έχει μεγάλες δυνατότητες και επεσήμανε ότι το κυβερνητικό σχέδιο θα εφαρμοστεί με ταχύτητα. Ταυτόχρονα, αναφέρθηκε στους παράλληλους στόχους της μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος κάτω από το 3% έως το 2012 και των θεσμικών παρεμβάσεων σε τομείς, όπως η λειτουργία του κράτους, η παραγωγή και η ανάπτυξη.
«Η κ. ΚΑΤΣΕΛΗ
Έντονα επικριτική απέναντι στις ελληνικές τράπεζες ήταν και πάλι η υπουργός Οικονομίας, κ. Λούκα Κατσέλη, τονίζοντας ότι αν και βρέθηκαν σε προνομιακή θέση, δεν συνέβαλαν στην τόνωση της ρευστότητας στην αγορά, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν συνθήκες πιστωτικής ασφυξίας και να υπάρξει σημαντική μείωση των ιδιωτικών επενδύσεων, κυρίως στους κλάδους των κατασκευών και του εξοπλισμού. Η κ. Κατσέλη, από το βήμα του Economist, επεσήμανε την ανάγκη να ξαναγίνει η Ελλάδα ελκυστική στα ξένα επενδυτικά κεφάλαια και έθεσε το στόχο να αυξηθούν στο 19% του ΑΕΠ οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου στη χώρα μας. Η υπουργός Οικονομίας χαρακτήρισε μεγάλα τα περιθώρια περικοπών στις δημόσιες δαπάνες και υπογράμμισε ότι η ευθύνη για την ανάκτηση της αξιοπιστίας της χώρας μας είναι συνολική και βαραίνει τον πολιτικό κόσμο, την επιχειρηματική κοινότητα, το χρηματοπιστωτικό σύστημα και τους πολίτες.
Ο κ. ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Άμεσα συνδεδεμένο με τη σταθερότητα της ευρωζώνης χαρακτήρισε ο Υπουργός Οικονομικών κ. Γιώργος Παπακωνσταντίνου το ελληνικό ζήτημα, αναφερόμενος εμμέσως στη λογική του ντόμινο, καθώς, όπως είπε, «πίσω από τη χώρα μας βρίσκονται κι άλλα κράτη – μέλη με σημαντικά προβλήματα, όπως είναι η Ισπανία και η Πορτογαλία». Ο υπουργός Οικονομικών, μιλώντας στο συνέδριο εμφανίστηκε μεν θετικός απέναντι στα σενάρια περί στήριξης της Ελλάδας μέσω της έκδοσης ευρωομολόγου ή προείσπραξης κοινοτικών κονδυλίων ή χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, αλλά έσπευσε να διευκρινίσει ότι η κυβέρνηση δεν πρόκειται να πιέσει προς αυτήν την κατεύθυνση διότι δεν θέλει να στείλει λάθος μήνυμα στις αγορές. Επανέλαβε εξάλλου ότι η χώρα μας θα αντιμετωπίσει μόνη της τα προβλήματά της ενώ διαβεβαίωσε πάντως ότι η χώρα μας θα εφαρμόσει πιστά το Πρόγραμμα Σταθερότητας, με στόχο να κερδίσουμε και πάλι τη διεθνή μας αξιοπιστία. «Με έλλειμμα 12,7% του ΑΕΠ δεν μπορούμε να παράγουμε ανάπτυξη. Πρέπει να προχωρήσουμε σε αλλαγές, όχι επειδή μας το ζητάνε οι Βρυξέλλες, αλλά επειδή μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να γίνουμε ανταγωνιστικοί και να θεμελιώσουμε μία πιο δίκαιη κοινωνία».
Ο ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΟΥ ΕΒΕΑ
«Η κρίση μπορεί να γίνει ευκαιρία για την αντιμετώπιση των χρόνιων αδυναμιών μας που ήρθαν στην επιφάνεια» ανέφερε ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος, προσθέτοντας ότι οι αλλαγές θα έχουν κόστος αλλά δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Ο κ. Μίχαλος κάλεσε επίσης την Ε.Ε. να δείξει έμπρακτα την αλληλεγγύη της προς την Ελλάδα, αλλά έσπευσε να προσθέσει ότι αυτό δεν πρέπει να μας αποπροσανατολίσει από τις δικές μας ευθύνες για την αντιμετώπιση των προβλημάτων, όπως είναι η χαμηλή παραγωγικότητα, η ανεπαρκής παραγωγική βάση, η υπερδιόγκωση του δημόσιου τομέα. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΣΕΛΠΕ
Ιδιαίτερα ανήσυχος για τη διόγκωση του ελλείμματος και του χρέους της ελληνικής οικονομίας εμφανίστηκε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Επιχειρήσεων Λιανικής Πωλήσεως κ. Θεόδωρος Βάρδας. Μιλώντας στο συνέδριο ο κ. Βάρδας υποστήριξε ότι η Ελλάδα είχε αρκετά πλεονεκτήματα για να θωρακιστεί απέναντι στην κρίση, όπως για παράδειγμα η μικρή έκθεση των τραπεζών στα λεγόμενα τοξικά προϊόντα, η σχετικά χαμηλή, σε σύγκριση με την Ε.Ε., δανειοδότηση νοικοκυριών και επιχειρήσεων και η περιορισμένη εξωστρέφειά της.