Ήδη έχουν ξεκινήσει έλεγχοι σε ορισμένες στοιχηματικές εταιρείες, ενώ μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους αναμένεται να διευρυνθεί η διαδικασία και στις υπόλοιπες. Ο στόχος είναι να ελεγχθούν και οι 18 επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον συγκεκριμένο κλάδο, ώστε να διασφαλιστεί η συμμόρφωση με τη φορολογική νομοθεσία.
Οι Αρχές εκφράζουν ανησυχία για το ενδεχόμενο ορισμένες από αυτές τις εταιρείες να μη δηλώνουν τα πραγματικά στοιχεία των συναλλαγών τους, παραβιάζοντας έτσι τις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Όπως αναφέρουν πηγές από τη φορολογική διοίκηση, οι έλεγχοι που διενεργούνται είναι ιδιαίτερα σύνθετοι λόγω της φύσης των επιχειρήσεων, ωστόσο η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) διαθέτει το κατάλληλα εξειδικευμένο προσωπικό που έχει ήδη ξεκινήσει την προεργασία για τον έλεγχο των στοιχείων και των συναλλαγών τους.
Πρόσφατα, η ΑΑΔΕ εντόπισε δύο περιπτώσεις φοροδιαφυγής, με το συνολικό ποσό των μη αποδοθέντων φόρων να ανέρχεται στα 10,52 εκατ. ευρώ. Ειδικότερα, δύο στοιχηματικές εταιρείες με έδρα την ίδια διεύθυνση στην Αττική πιάστηκαν να δηλώνουν ψευδή στοιχεία. Η πρώτη εταιρεία, που δραστηριοποιείται στον τομέα των τυχερών παιγνίων και στοιχημάτων, κατάφερε να αποκρύψει φόρους για τέσσερα συνεχόμενα χρόνια, από το 2019 έως το 2022, με αποτέλεσμα να μην αποδώσει φόρους ύψους 10,4 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, μία άλλη εταιρεία, που εδρεύει στην ίδια τοποθεσία, υπέβαλε ανακριβή δήλωση παρακρατούμενου φόρου για το έτος 2021, με συνέπεια να μην αποδώσει φόρο ύψους 120.000 ευρώ.
Οι έλεγχοι αυτοί δείχνουν την αυστηρή προσέγγιση που ακολουθεί η φορολογική διοίκηση για να αντιμετωπίσει τη φοροδιαφυγή στον κλάδο των στοιχημάτων και των τυχερών παιχνιδιών, με την ΑΑΔΕ να συνεχίζει τους ελέγχους σε όλες τις επιχειρήσεις του κλάδου. Σύμφωνα με την ελεγκτική εμπειρία τα μεγαλύτερα προβλήματα εντοπίζονται στα εξής:
Μια εταιρεία μπορεί να μην καταγράφει πλήρως τα έσοδα από τις στοιχηματικές δραστηριότητες. Για παράδειγμα, αν ένας παίκτης τοποθετεί ένα στοίχημα ύψους 1.000 ευρώ, η εταιρεία μπορεί να καταγράφει μόνο ένα μικρότερο ποσό, π.χ. 700 ευρώ, ώστε να μειώσει το ύψος των κερδών της και άρα τους φόρους που πρέπει να αποδώσει.
Μια εταιρεία μπορεί να δηλώνει ψευδείς επιστροφές κερδών στους παίκτες ή υπερβολικά μπόνους, τα οποία όμως στην πραγματικότητα δεν καταβλήθηκαν. Αυτό μειώνει τα δηλωθέντα έσοδα, δημιουργώντας την εντύπωση ότι η εταιρεία είχε μικρότερα κέρδη και άρα λιγότερη φορολογική υποχρέωση.
Κάποιες εταιρείες μπορεί να εκμεταλλεύονται τις διεθνείς συναλλαγές για να μεταφέρουν κέρδη σε χώρες με χαμηλότερη φορολογία ή και να τα εμφανίζουν ως κέρδη θυγατρικών εταιρειών, περιορίζοντας έτσι τη φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα.
Οι εταιρείες μπορεί να παραποιούν τα λογιστικά τους βιβλία, δηλώνοντας υψηλότερες λειτουργικές δαπάνες ή ζημίες από αυτές που πραγματικά είχαν, με στόχο να μειώσουν τα φορολογητέα κέρδη. Για παράδειγμα, μπορεί να δηλώσουν αυξημένα έξοδα για την τεχνολογική υποστήριξη ή τη διαφήμιση, τα οποία δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα.
Οι στοιχηματικές εταιρείες υποχρεούνται να παρακρατούν φόρο από τα κέρδη των παικτών και να τον αποδίδουν στο κράτος. Εάν η εταιρεία δεν δηλώνει τα πραγματικά κέρδη που αποδίδονται στους παίκτες, τότε παρακρατά λιγότερους φόρους από ό,τι προβλέπεται, ζημιώνοντας έτσι το Δημόσιο.