«Η αιτία των ελάχιστων ή μη αναδρομικών είναι η δυσανάλογη αύξηση ορισμένων μνημονιακών κρατήσεων σε πολύ μεγάλο ποσοστό από την αύξηση της ακαθάριστης σύνταξης» εξηγεί ο κ. Καρασαββίδης.
Σύμφωνα με την ανάλυση, οι κρατήσεις (και τα αναδρομικά) εξαρτώνται από τα ακαθάριστα ποσά σύνταξης και μερισμάτων και όχι από τον βαθμό και τα έτη υπηρεσίας. Όσοι είχαν ακριβώς ίδιο ποσό σύνταξης και ακριβώς ίδιο ποσό μερισμάτων έλαβαν ακριβώς τα ίδια αναδρομικά. Όμως, για διαφορά μόλις 20 ευρώ στη σύνταξη, ενδέχεται σε ειδικές περιπτώσεις τα αναδρομικά να διαφέρουν ακόμη και κατά εκατοντάδες ευρώ.
Επίσης, σύμφωνα με τις μηνιαίες αναλύσεις σύνταξης όλων των προηγούμενων ετών (2012- 2016), οι κρατήσεις και το πληρωτέο ποσό ποτέ δεν ήταν σταθερά για μεγάλες χρονικές περιόδους, αλλά αυξομειώνονταν συνεχώς, διότι πάντα υπήρχαν έκτακτες διαφοροποιήσεις γεγονός που επηρεάζει την κατάσταση. Σχεδόν μηδενικά αναδρομικά μπορεί να πάρει κάποιος με μικρή, μεσαία ή υψηλή σύνταξη, εάν η τελευταία βρίσκεται σε συγκεκριμένο εύρος τιμών, εντός του οποίου αλλάζει το ποσοστό κάποιας κράτησης. Επίσης είναι λάθος, σύμφωνα με τον κ. Καρασαββίδη να συγκρίνονται μόνο βαθμοί και έτη, διότι μπορούν να υπάρχουν διαφορές:
- Στο έτος διαγραφής διότι αλλάζει ο συντελεστής αναπλήρωσης στις παλιές συντάξεις. Για παράδειγμα, όποιος διαγράφηκε τον Δεκέμβριο του 2010 λαμβάνει μεγαλύτερη σύνταξη από κάποιον που διαγράφηκε τον Ιανουάριο του 2011(συμμαθητές με ίδιο βαθμό και συντάξιμα έτη).
- Στα διπλά εξάμηνα επικινδυνότητας, τα οποία επηρεάζουν σημαντικά τη σύνταξη άρα και τα αναδρομικά.
- Στα ποσά μερισμάτων λόγω προέλευσης ή λόγω αναγνώρισης χρόνου καθώς ενδέχεται να υπάρχει σημαντική διαφορά στα αναδρομικά λόγω διαφορετικού ποσοστού κράτησης του Ν. 4093.