"Η υπερφορολόγηση που υφίστανται 6 ολόκληρα χρόνια οι επιχειρήσεις δεν μπορεί να συνεχιστεί περαιτέρω" δήλωσε ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του ΕΒΕ Αθηνών Κωνσταντίνος Μίχαλος, ερωτηθείς από δημοσιογράφο σχετικά με τη σχεδιαζόμενη επιβολή μιας νέας έκτακτης εισφοράς στις μεγάλες επιχειρήσεις. Ο κ. Μίχαλος συμπλήρωσε ότι τα νούμερα μιλούν από μόνα τους καθώς τα τελευταία χρόνια έχουν αγγίξει τις 300.000 οι κλειστές επιχειρήσεις.
"Οι επιχειρήσεις δεν αρνούνται να συμβάλουν για την έξοδο από την κρίση. Μπορούν όμως να το πράξουν αν παραμείνουν εν λειτουργία. Και με την υπερφορολόγηση αυτό δεν θα το καταφέρουν. Θα κλείσουν. Είναι η ώρα των δύσκολων αποφάσεων για τον πρωθυπουργό. Πρέπει να στηριχθεί η ιδιωτική πρωτοβουλία γιατί αυτή προσφέρει θέσεις εργασίας και ενισχύει την παραγωγική διαδικασία και, φυσικά, τα δημόσια έσοδα" είπε ο κ. Μίχαλος.
Υπενθυμίζεται ότι με βάση την πρόταση προς τους θεσμούς, η ελληνική κυβέρνηση φέρεται να «ζητά» πρόσθετους φόρους 1,630 δισ. ευρώ, από τις επιχειρήσεις. Ποσό το οποίο θα επιμεριστεί τόσο το 2015 όσο και το 2016, καθώς η έκτακτη εισφορά προβλέπεται να καταβληθεί σε δύο δόσεις, μία φέτος και μία του χρόνου. Η έκτακτη εισφορά στις επιχειρήσεις προτείνεται να επιβληθεί σε επιχειρήσεις με πιο χαμηλά κέρδη προκειμένου να αποδώσει 1,221 δισ. ευρώ, ενώ 410,5 εκατ. ευρώ προβλέπονται από την αύξηση του συντελεστή φορολογίας των κερδών των επιχειρήσεων από το 26% στο 29%.
Όπως προκύπτει από την ανάλυση των συγκεκριμένων μέτρων, η έκτακτη εισφορά αφορά 1.404 επιχειρήσεις με κέρδη άνω του 1 εκατ. ευρώ και κλιμακωτούς συντελεστές έκτακτης φορολόγησης των κερδών έως 12%. Στην προηγούμενη πρόταση τα έσοδα από την έκτακτη εισφορά στις επιχειρήσεις ήταν 1,064 δισ. ευρώ και ο φόρος έπεφτε σε επιχειρήσεις με κέρδη άνω των 5 εκατ. ευρώ με τους συντελεστές να κλιμακώνονται έως το 10%. Η αλλαγή της πρότασης φέρνει έξτρα έσοδα της τάξης των 160 εκατ. ευρώ. Όσον αφορά την αύξηση του φόρου στα κέρδη των επιχειρήσεων από το 26% στο 29%, αφορά 14.930 επιχειρήσεις με κέρδη πάνω από 100.000 ευρώ, οι οποίες θα κληθούν να καταβάλουν έξτρα φόρο 410,5 εκατ. ευρώ.