Τις έντονες διαμαρτυρίες τους για πολλοστή φορά τα τελευταία χρόνια εκφράζουν οι παραγωγοί και οι εταιρείες διακίνησης αλκοολούχων ποτών. Αφορμή έχει σταθεί η φημολογούμενη επιβολή επιπρόσθετης φορολογίας στα αλκοολούχα ποτά, αν και η αναπληρώτρια υπουργός Οικονομικών Νάντια Βαλαβάνη, με δηλώσεις της διαβεβαιώνει ότι δεν θα επιβληθεί. Σε ανακοίνωση που εξέδωσε το Συμβούλιο Παραγωγών & Εταιρειών Διακίνησης Αλκοολούχων Ποτών (Σ.Π.Ε.Δ.Α.Π.) αναφέρεται ότι τις τελευταίες ημέρες ανακυκλώνονται στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης φήμες περί αύξησης φόρων σε συγκεκριμένες κατηγορίες προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων των αλκοολούχων. Φήμες, οι οποίες πυροδοτήθηκαν από δηλώσεις στελεχών της κυβέρνησης και της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ. που δεν έχουν –ακόμη– διαψευστεί, ενώ ευελπιστούν ότι η τοποθέτηση της κ. Βαλαβάνη εκφράζει την επίσημη θέση της κυβέρνησης.
Στην ίδια ανακοίνωση επισημαίνεται ότι ο κλάδος των αλκοολούχων ποτών αποτελεί κατεξοχήν παράδειγμα των δριμύτατων επιπτώσεων της έως σήμερα αποδεδειγμένα αναποτελεσματικής πολιτικής υπερφορολόγησης. Εντός μόλις δύο ετών (2009-2010), ο ΕΦΚ Οινοπνευματωδών Ποτών (ΕΦΚΟΠ) αυξήθηκε από προηγούμενες κυβερνήσεις κατά 125%, ενώ κατά την ίδια περίοδο ο ΦΠΑ αυξήθηκε στο 23% από το 19%. Οι αυξήσεις αυτές, σύμφωνα πάντα με τον ΣΠΕΔΑΠ προκάλεσαν συρρίκνωση του αποτυπώματος του κλάδου και έξαρση του λαθρεμπορίου (μείωση νόμιμων πωλήσεων αλκοολούχων ποτών κατά 45,7%), με αποτέλεσμα την εκτίναξη των διαφυγόντων εσόδων από φόρους.
Την περίοδο 2009-2012, χάθηκαν περισσότερες από 20.000 θέσεις εργασίας στην αλυσίδα αξίας του κλάδου, ενώ τα διαφυγόντα δημόσια έσοδα από τη μη καταβολή του ΕΦΚΟΠ σε λαθραία αλκοολούχα ποτά υπολογίζονται περί τα 97,7 εκατ. ευρώ ετησίως, βάσει της κλαδικής μελέτης του ΙΟΒΕ. Η υψηλή φορολογία, εν τέλει, όχι μόνο δεν απέδωσε τα αναμενόμενα ως προς τις φορολογικές εισπράξεις, αλλά απέτυχε παταγωδώς, καθώς τα δημόσια έσοδα βρίσκονται σε επίπεδο χαμηλότερο του 2009, δηλαδή, προ των αυξήσεων ΕΦΚΟΠ, τονίζεται στην ίδια ανακοίνωση του ΣΠΕΔΑΠ.
Σύμφωνα με το Συμβούλιο η ακολουθούμενη πολιτική υπερφορολόγησης δεν δύναται να συμβάλει στην αύξηση των δημοσίων εσόδων, αλλά αντιθέτως προκαλεί βαθιές στρεβλώσεις στην αγορά, ερχόμενη σε πλήρη αντίθεση με τον εκπεφρασμένο στόχο της κυβέρνησης να πατάξει το λαθρεμπόριο και την παραοικονομία.