Η νέα έρευνα με τίτλο «Λόγοι υποαναφοράς της σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία», που πραγματοποιήθηκε από το Πάντειο Πανεπιστήμιο σε συνεργασία με την ActionAid στο πλαίσιο του προγράμματος Safe at Work, έχει στόχο να διερευνήσει τις αιτίες πίσω από αυτό το φαινόμενο, καθώς και να διαμορφώσει προτάσεις για την ενδυνάμωση και ευκολότερη πρόσβαση των εργαζόμενων σε υπηρεσίες συμβουλευτικής και διαμεσολάβησης.
Όπως διαπιστώθηκε από την έρευνα, οι βασικοί λόγοι που οι γυναίκες δεν προχωρούν σε καταγγελία είναι γιατί:
- Φοβούνται τα αντίποινα (απόλυση, αρνητική αξιολόγηση, δημιουργία αρνητικού κλίματος, στοχοποίηση και στιγματισμός).
- Δεν έχουν το κατάλληλο υποστηρικτικό περιβάλλον.
- Δυσκολεύονται να βρουν στοιχεία και μάρτυρες.
- Υπάρχει μεγάλος χρόνος αναμονής για την ολοκλήρωση του δικαστηρίου.
- Οι ποινές για τους θύτες είναι περιορισμένες.
- Τα αδικήματα παραγράφονται πολύ σύντομα.
Ακόμα, σύμφωνα με την έρευνα, οι γυναίκες πολλές φορές φοβούνται τον στιγματισμό, καθώς αντιμετωπίζονται με καχυποψία, είτε για τα κίνητρά τους, είτε για την ορθή τους κρίση σχετικά με το αν η συμπεριφορά που κατήγγειλαν ήταν πράγματι σεξουαλική παρενόχληση. Επιπλέον, πολλές εργαζόμενες δεν διακρίνουν αν η συμπεριφορά που υφίστανται είναι παρενοχλητική, ενώ σε άλλες περιπτώσεις δεν γνωρίζουν τα δικαιώματά τους και την προστασία που τους προσφέρει το νομικό πλαίσιο.
Τα στερεότυπα, σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση, σίγουρα παίζουν ρόλο, καθώς πολλές φορές υπάρχει η αμφιβολία ότι η επιζώσα μπορεί να μην είναι αθώα, γιατί μπορεί να προκάλεσε ή μπορεί να παρερμήνευσε τα γεγονότα. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι επιζώσες πολλές φορές παρόλο που αναφέρουν το γεγονός σε ανώτερο στέλεχος, αποθαρρύνονται να προχωρήσουν σε καταγγελία γιατί μπορεί να έχουν πρόβλημα στην καριέρα τους, κάνει και τις ίδιες να αμφιβάλλουν και να φοβούνται, καθώς δεν βρίσκουν υποστήριξη. Το τελευταίο, ενισχύεται και από το γεγονός ότι συχνά ο θύτης είναι ή ο εργοδότης ή ο προϊστάμενος και έτσι δεν ξέρουν πού να απευθυνθούν.
Στους λόγους της υποαναφοράς του φαινομένου της σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία έρχεται να προστεθεί και το γεγονός ότι οι σεξουαλικά παρενοχλητικές συμπεριφορές συνήθως συμβαίνουν ιδιωτικά χωρίς παρουσία τρίτων, κάτι που δυσκολεύει την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων και μαρτύρων, ενώ ακόμη και αν υπάρχουν μάρτυρες δύσκολα καταθέτουν, αν συνεχίζουν να εργάζονται στον χώρο εργασίας.
Με αφορμή τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων της έρευνας, η «Ε» απευθύνθηκε σε τρεις Λαρισαίες, μία ψυχολόγο και δύο εκπροσώπους των συνδικαλιστικών οργανώσεων του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και έθεσε το συγκεκριμένο ερώτημα σε μια προσπάθεια μεταφοράς της εμπειρίας τους από τους εργασιακούς χώρους της Λάρισας. Οι απαντήσεις αναδεικνύουν ανάγλυφα την εικόνα που δεν διαφέρει από την αντίστοιχη σε ολόκληρη τη χώρα.
Ταυτότητα της έρευνας
* Η έρευνα βασίστηκε στη μέθοδο των ατομικών συνεντεύξεων και στη διοργάνωση μίας ομάδας εστίασης με πληροφορητές/τριες – κλειδιά. Στο πρώτο στάδιο της έρευνας πραγματοποιήθηκαν δέκα ατομικές συνεντεύξεις διαδικτυακά από 17 Οκτωβρίου έως 3 Δεκεμβρίου 2023, με πληροφορήτριες/πληροφορητές-κλειδιά από διάφορες οργανώσεις-φορείς, ΜΚΟ, συνδικαλιστικούς φορείς και επαγγελματίες που ασχολούνται με το ζήτημα της σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία. Στο δεύτερο στάδιο της έρευνας, οργανώθηκε μία εστιασμένη ομάδα συζήτησης, το δεύτερο δεκαήμερο του Δεκέμβρη, με νομικούς, που είτε μέσω του φορέα τους είτε μέσα από την επαγγελματική τους πορεία ήρθαν σε επαφή με γυναίκες που ζήτησαν νομική συμβουλή ή εκπροσώπηση για την αντιμετώπιση σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία.
Βασιλική Κουλουψούζη
Ψυχολόγος - ψυχοθεραπεύτρια
Ο γυναικείος πληθυσμός της Θεσσαλίας και πιο συγκεκριμένα της πόλης μας, της Λάρισας συντηρεί ακόμη και σήμερα ορισμένα κοινωνικά στερεότυπα, αλλά και προκαταλήψεις. Τα κωλύματα αυτά δεν θα μπορούσαν να μην κάνουν την εμφάνισή τους και στον εργασιακό χώρο όπου πολύ συχνά οι γυναίκες υφίστανται κάποιου είδους σεξουαλική παρενόχληση ή κακοποίηση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι γυναίκες που έχουν υποστεί κάποιου είδους σεξουαλική παρενόχληση ή κακοποίηση να μην το επικοινωνήσουν ποτέ ακόμη και στους πιο οικείους τους. Ερωτήσεις όπως «Τι θα πει ο κόσμος όταν το μάθει;», «Θα με αντιμετωπίζουν το ίδιο με πριν ή θα αλλάξει η συμπεριφορά τους απέναντί μου;», «Μήπως θα σταματήσουν να δείχνουν σεβασμό προς το πρόσωπό μου;», «Κι αν χάσω τη δουλειά μου;» ταλανίζουν τις εργαζόμενες γυναίκες, θύματα κακοποίησης και εντέλει τις ωθούν στη σιωπή.
Πέραν όμως των κοινωνικών ταμπού υπάρχει και το ψυχοσυναισθηματικό υπόβαθρο πίσω από μια παρενόχληση ή κακοποίηση. Συχνά τα θύματα κακοποίησης, ανεξαρτήτως ηλικίας και φύλου, βιώνουν αισθήματα ενοχής, τύψεων, αλλά και χαμηλής αυτοεκτίμησης. Τα θύματα έχοντας μια σειρά από αρνητικά συναισθήματα για τον εαυτό τους και για το κακοποιητικό συμβάν που υπέστησαν δυσκολεύονται να αντλήσουν δύναμη και κουράγιο με σκοπό να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, έτσι εμμένουν σε μια παθητική στάση. Η μη διεκδίκηση και υπεράσπιση του εαυτού δημιουργεί περαιτέρω αισθήματα κατωτερότητας και αδυναμίας συντηρώντας έναν φαύλο αποδοχής της κακοποιητικής συμπεριφοράς, παθητικότητας, ανοχής και πιθανής νέας κακοποιητικής ενέργειας.
Eφη Χύτα
Μέλος Ν.Τ. ΑΔΕΔΥ,
πρόεδρος Συλλόγου Εργαζομένων ΓΝΛ
Η ντροπή και ο φόβος ότι δεν θα γίνουν πιστευτές και θα στιγματιστούν από το ανδροκρατούμενο εργασιακό περιβάλλον είναι συνήθως η αιτία της άρνησης των γυναικών να καταγγείλουν μια σεξουαλική παρενόχληση στους χώρους εργασίας τους. Οι παρενοχλούμενες νιώθουν ενδεχομένως ενοχές ότι οι ίδιες προκάλεσαν την παρενόχληση υποβάλλοντας τον εαυτό τους στην ψυχολογία του θύματος.
Ωστόσο, οι αντιδράσεις στις περιπτώσεις αυτές διαφέρουν ανάλογα με την προσωπικότητα των γυναικών. Άλλες για παράδειγμα αντιμετωπίζουν μια παρενόχληση με χιούμορ, ενώ δεν είναι λίγες και οι περιπτώσεις που γυναίκες αποφεύγουν να μιλήσουν για να μην προκαλέσουν προβλήματα στις προσωπικές τους σχέσεις ή μέσα στην οικογένειά τους.
Αθανασία Αγγελάκη
Μέλος Δ.Σ. ΕΚΛ, πρόεδρος
του Συνδικάτου Επισιτισμού
Τουρισμού N. Λάρισας
Η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα αφορά συνολικά την εργοδοτική τρομοκρατία στους χώρους δουλειάς, έκφραση της οποίας είναι και η σεξουαλική παρενόχληση των εργαζόμενων γυναικών ή η ανοχή της. Στο πλαίσιο αυτό, και εφόσον η βάση είναι η εκμετάλλευση των εργαζoμένων που εκφράζεται με την εντατικοποίηση στην εργασία, τους αντεργατικούς νόμους διαχρονικά που καταπατούν και ανατρέπουν κατακτήσεις πάνω στην εργασία συνολικά, το πιο ευάλωτο κομμάτι αποτελούν οι γυναίκες.
Για εμάς μορφή βίας δεν είναι μόνο η ανοιχτή και απροκάλυπτη σεξουαλική ή άλλου τύπουπαρενόχληση, αλλά επίσης το γεγονός ότι εκβιάζονται από την εργοδοσία κάτω από την πίεση της ανεργίας, της εργασιακής ανασφάλειας, να μην επιλέξουν να μείνουν έγκυες υπό τον φόβο της απόλυσης, για παράδειγμα ή το ότι εκβιάζονται και σε αυτήν την κατεύθυνση από τη στιγμή που οι νόμοι για την εργασία δεν προστατεύουν τη γυναίκα όπως παλαιότερα στους χώρους δουλειάς ώστε να καλύπτουν τις ιδιαίτερες ανάγκες που απορρέουν από την ίδια τη συνθετότητα του ρόλου της.
Άρα με βάση τα όσα περιγράφονται πολύ συνοπτικά παραπάνω, θεωρούμε ότι οι λόγοι που δεν καταγγέλλουν οι γυναίκες τη σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο δουλειάς αφορούν και τους λόγους που δεν καταγγέλλουν και οποιαδήποτε άλλη έκφραση εργοδοτικής τρομοκρατίας. Είναι οι αντεργατικοί νόμοι που δεν καλύπτουν κανέναν εργαζόμενο, ούτε τους άντρες, η οικονομική ανασφάλεια, η εργασιακή επισφάλεια γι’ αυτές και τις οικογένειές
τους.
ΔΗΜ. ΚΑΤΣΑΝΑΚΗΣ