Όπως επισημαίνει, μεταξύ άλλων, η βουλευτής Λάρισας στο κείμενο της ερώτησης, «διαθέτουμε αναλογικά τους λιγότερους γενικούς γιατρούς από όλες τις χώρες της Ε.Ε., δεν λειτουργεί ακόμη ο θεσμός του προσωπικού ιατρού, το 80% των πρωτοβάθμιων αναγκών υγείας καλύπτονται από τον ιδιωτικό τομέα, ενώ ένας στους τέσσερις Έλληνες δηλώνει δυσκολία πρόσβασης στις αναγκαίες υγειονομικές υπηρεσίες.
Παράλληλα, χαρακτηριστικό παράδειγμα ανισότητας αποτελούν και οι ανεκπλήρωτες ανάγκες στην υγειονομική περίθαλψη, στην οποία η Ελλάδα κατέχει την αρνητική «πρωτιά» στην Ε.Ε. σύμφωνα μετην Eurostat, όταν 2 στους 10 Έλληνες (16.7%), μικρών και μεσαίων οικονομικών εισοδημάτων αδυνατούν να εκτελέσουν τις απαραίτητες ιατρικές τους εξετάσεις, ενώ το επόμενο κράτος-μέλος ακολουθεί με ποσοστό 9.6% (!).
Επιπλέον, η χρηματοδότησητου Ε.Σ.Υ. είναι κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ και τα κονδύλια που η Κυβέρνηση διοχετεύει από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας υπολείπονται και αυτά κατά πολύ από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Αν δε σε όλα τα παραπάνω προστεθούν και οι ελλείψεις σε ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, τα καθημερινά «εντέλλεσθε» που αφήνουν ακάλυπτες καίριες οργανικές θέσεις, η εξουθένωση του προσωπικού και οι ελλείψεις σε υποδομές, η κατάσταση που προκύπτει είναι απάνθρωπη και επικίνδυνη, τόσο για τους ασθενείς όσο και για το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό».
Η Ευαγγελία Λιακούλη ρωτά τον αρμόδιο υπουργό Υγείας, για το «πώς προτίθεται να αντιμετωπίσει την απαράδεκτη αυτή συνθήκη, αν η ύπαρξη ράντζων αποτελεί δείκτη αξιολόγησης των Διοικήσεων των Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων, αλλά και πότε, όπως και με ποιους συγκεκριμένους τρόπους σκοπεύει να διαρθρώσει την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας στη χώρα».