Το νομοσχέδιο που εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο, αναμένεται να τεθεί σε διαβούλευση αφορά στην αναμόρφωση του Δικαστικού Χάρτη και επικεντρώνεται στην ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής Δικαιοσύνης (με συγχώνευση Ειρηνοδικείων και Πρωτοδικείων), αν και η αρχική συζήτηση προέβλεπε ενοποιήσεις και στον δεύτερο βαθμό (Πρωτοδικεία, Εφετεία).
Ενόσω δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί, νομικοί και δικαστικοί υπάλληλοι αναμένουν το νομοσχέδιο Φλωρίδη για να διαπιστώσουν σε τι ακριβώς αφορά, καταγράφονται οι πρώτες αντιδράσεις στον δικαστικό “Καλλικράτη”.
Η Ολομέλεια των Δικαστών του Πρωτοδικείου Λάρισας , με μια κατά πλειοψηφία απόφαση που αποτέλεσε παράλληλα και μια από τις πρώτες που έλαβαν δικαστικοί της χώρας, σημειώνει την αντίθεσή της. Την ίδια ώρα η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων σημειώνοντας ότι «πρόκειται για τη μεγαλύτερη μεταρρύθμιση της ελληνικής δικαιοσύνης» ζητά από τα μέλη της να καταθέσουν προτάσεις με σκοπό τη διενέργεια δημοψηφίσματος, ενώ τέλος, ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Λάρισας, Τρύφ. Τσάτσαρος σημειώνει στην «ΕτΔ» πως «η θέση της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων ήταν εξ αρχής η διατήρηση των υφιστάμενων δικαστικών σχηματισμών».
«ΣΟΒΑΡΕΣ ΑΜΦΙΒΟΛΙΕΣ»
Ο εισηγητής πρωτοδίκης απευθυνόμενος προς την Ολομέλεια των Δικαστών του Πρωτοδικείου Λάρισας, τόνισε μεταξύ άλλων ότι «η προοπτική της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας δεν αποτελεί μία καινοφανή διακήρυξη, αλλά έχει απασχολήσει και κατά το παρελθόν τη δημόσια σφαίρα, χωρίς, όμως, ουδέποτε να υλοποιηθεί, παρ’ ότι, μάλιστα, λίαν προσφάτως, ψηφίστηκε ο νέος Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Ν. 4938/2022).
Το γεγονός τούτο δεν δύναται να διαλάθει της προσοχής μας και εμβάλλει σοβαρές αμφιβολίες ως προς την επιτυχία του τωρινού εγχειρήματος. Η υποστηριζόμενη εκδοχή περί μη επιδείξεως ικανού (ποσοτικά) δικαιοδοτικού έργου από τα Ειρηνοδικεία, λόγω της εξάντλησης του κυρίως αντικειμένου τους, δηλαδή των αιτήσεων υπαγωγής στον Ν. 3869/2010, και αληθής υποτιθέμενη, δύναται αναντιρρήτως να ισοσκελιστεί με τη μεταφορά δικαστηριακής ύλης από τα Πρωτοδικεία προς τα Ειρηνοδικεία και συγκεκριμένα: Με την αύξηση του ορίου της υλικής αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου. Με τη μεταφορά όλων των υποθέσεων της εκουσίας δικαιοδοσίας και, με την εκδίκαση των υποθέσεων του Κτηματολογίου.
Τα επιχειρήματα που μας καθιστούν αντίθετους στην προοπτική της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας σταχυολογούνται αδρομερώς ως εξής: Η ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας θα οδηγήσει αιτιακά στη δημιουργία δικαστών πρώτου βαθμού δύο ταχυτήτων: Αυτών που έλαβαν αντίστοιχη επιμόρφωση, θεωρητική και πρακτική, φοιτώντας στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, στην οποία εισήχθησαν κατόπιν ιδιαιτέρως απαιτητικών εξετάσεων, και αυτών που δεν έλαβαν αντίστοιχη επιμόρφωση, με όλες τις επαγόμενες συνέπειες στη διαμόρφωση της δικαστικής τους συγκρότησης. Αυτών που διαθέτουν την απαιτούμενη κατάρτιση, εξοικείωση και εμπειρία στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, δηλαδή του κατ’ εξοχήν νευραλγικού τομέα απονομής δικαιοσύνης, και αυτών που, εξ αντικειμένου, δεν την διαθέτουν.
Ο περιγραφόμενος «δυϊσμός» θα διαχυθεί αναπόδραστα, αρχικά στους συλλειτουργούς της δικαιοσύνης και τελικά στους ίδιους τους πολίτες, δημιουργώντας κλίμα ανασφάλειας περί την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, η οποία βαθμιαία θα οδηγήσει σε απαξίωση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας.
Η ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας θα θέσει προσκόμματα στην υπηρεσιακή εξέλιξη των δικαστικών λειτουργών του πρώτου βαθμού και θα δημιουργήσει ανεπίτρεπτες στρεβλώσεις και καταστρατηγήσεις στην επετηρίδα τους.
Θα παρατηρηθεί προφανής δυσαναλογία ανάμεσα στον αριθμό των εκδιδόμενων αποφάσεων του «ενοποιημένου» πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας και στις υφιστάμενες οργανικές θέσεις των Δικαστών του δεύτερου βαθμού (Εφετών). Η επαναφορά των πολυμελών συνθέσεων ως αντιπρόταση συνιστά οπισθοδρόμηση και αντιφάσκει πλήρως με την επικρατούσα κατά τα τελευταία χρόνια νομοθετική τάση για κατάργηση των δυσκίνητων πολυμελών συνθέσεων χάριν της ταχύτητας απονομής δικαιοσύνης.
Η απουσία αντίστοιχης υλικοτεχνικής υποδομής (κτηριακών εγκαταστάσεων, ακροατηρίων, γραφείων δικαστών κ.α.) που να καθιστά λειτουργική και βιώσιμη την υπηρεσιακή καθημερινότητα των δικαστών του πρώτου βαθμού. Καταληκτικά, η προοπτική της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας δεν είναι συμβατή με την εμπεδωθείσα επί πολλά έτη δικαστηριακή πραγματικότητα και δεν αποτελεί πρόσφορο μέσο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού της επιτάχυνσης της απονομής δικαιοσύνης, παραβλέπει δε, κρίσιμα ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία ως προς την απονομή της δικαιοσύνης σε πρώτο βαθμό και εξομοιώνει κατά τρόπο βεβιασμένο και ανορθόδοξο ανόμοιες καταστάσεις.
Συνεπαγωγικά, μέσα στο πλαίσιο των θεσμικών μας δυνατοτήτων ως δικαστών και με απόλυτο σεβασμό στη θεσμική και ιστορική προέλευση κάθε κλάδου, δηλώνουμε την αντίθεσή μας στην ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας.
Η Ολομέλεια, κρίνοντας κατά πλειοψηφία ότι το ζήτημα ωρίμως εισάγεται προς συζήτηση κατά τα προαναφερόμενα, συντάχθηκε με την ως άνω πρόταση και δήλωσε την αντίθεσή της στην ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας» καταλήγει η απόφαση.
ΝΑ ΔΙΑΤΗΡΗΘΟΥΝ ΟΙ ΔΟΜΕΣ
Ο κ. Τσάτσαρος στη δήλωσή του στην «ΈτΔ» σημειώνει «να θυμίσω πως όταν προ μηνών ξεκίνησαν οι διαρροές σχετικά με την αναμόρφωση του δικαστικού χάρτη της χώρας, γινόταν λόγος για καταργήσεις-ενοποιήσεις αρκετών Εφετείων και Πρωτοδικείων. Στο πνεύμα αυτό κινήθηκε και η πρόσφατη σχετική έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας. Η θέση της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων ήταν εξ αρχής η διατήρηση των υφιστάμενων δικαστικών σχηματισμών. Είναι σημαντικό ότι σύμφωνα με τον τελικό σχεδιασμό του Υπουργείου Δικαιοσύνης, όπως αυτός τέθηκε προσφάτως υπ’ όψιν του Δικηγορικού Σώματος αναφορικά με την αναμόρφωση του δικαστικού χάρτη, δεν προβλέπεται κατάργηση /ενοποίηση κανενός Εφετείου και κανενός Πρωτοδικείου, οι δε τομές που θα επιχειρηθούν έχουν πρωτίστως να κάνουν με την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, δια της απορροφήσεως των Ειρηνοδικείων από τα Πρωτοδικεία. Η δημιουργία ενιαίου δικαστικού περιβάλλοντος στον πρώτο βαθμό, θεσμικά δεν μας βρίσκει απέναντι επί της αρχής.
Τίθενται όμως αρκετά και σημαντικά θέματα αναφορικά με επιμέρους ζητήματα, όπως επί παραδείγματι με τη μετατροπή υφισταμένων Πρωτοδικείων που σύμφωνα με το σχεδιασμό θα μετατραπούν σε περιφερειακά Πρωτοδικεία και θα υπάγονται σε έτερο μητροπολιτικό Πρωτοδικείο. Είναι σημαντικό να δούμε το Σχέδιο Νόμου έτσι ώστε να έχουμε ολοκληρωμένη άποψη επί του συνόλου των επιμέρους ζητημάτων.
Όσον αφορά τον Νομό Λάρισας, ο σχεδιασμός που τέθηκε υπ’ όψιν μου σε συνάντηση που είχαμε οι τέσσερις Πρόεδροι των Δικηγορικών Συλλόγων του Εφετείου Λάρισας με τον Υφυπουργό Δικαιοσύνης, προβλέπει τη μετατροπή των Ειρηνοδικείων Ελασσόνας και Φαρσάλων σε αντίστοιχα περιφερειακά Πρωτοδικεία, που θα υπάγονται στο μητροπολιτικό Πρωτοδικείο Λάρισας».
Β. ΚΑΚΑΡΑΣ