* Του αρχιμανδρίτη Νεκταρίου Γ. Δρόσου,
δρ. Βυζαντινής Ιστορίας
Στην περιοχή της Αγιάς (Δώτιο Πεδίο) η λατρεία των θεών ήταν σχετική με την απόστασή της από τον θεσσαλικό Ολυμπο και την ανάπτυξη των προχριστιανικών πόλεων: Ομόλιο – Ευρυεναί – Ρίζους – Μελίβοια – Κασθαναία – Συκούριο – Λακέρεια – Κερκίνιο – Βοιβοιής.
Επιγραφή των πρώτων μεταχριστιανικών χρόνων αναφέρεται σε συντεχνία της περιοχής που αφιερώνει κάποιο ανάθημα στον Απόλλωνα τον Αδηνό ή Γαδηνό. Το Παλαιόκαστρο ίσως χρωστά την ονομασία του σε οχύρωση αυτής της περιόδου (1ος αι. μ.Χ. – 4ος αι. μ.Χ.), που εξαλείφθηκε με το πέρασμα των αιώνων, πιθανότατα επειδή το υλικό της χρησιμοποιήθηκε για την οικοδόμηση κατοικιών στον ευρισκόμενο στις υπώρειές του οικισμό της Αγιάς (Ενορία Αγίου Αθανασίου).
Ο ιστορικός της Αγιάς, Θ. Χατζημιχάλης, περιγράφοντας σε χειρόγραφό του κιονόκρανα και μαρμάρινους κίονες ευρισκόμενα στον ναό Παναγίας του Βαθυρέματος, υποστήριζε ότι αυτά ανάγονται στην προχριστιανική εποχή και πιθανολογούσε την ύπαρξη ιερού του Απόλλωνα στην περιοχή του Βαθυρέματος.
Ο αρχαιολόγος Αθανάσιος Τζιαφάλιας, μας βεβαιώνει, ως ο πλέον αρμόδιος για τα ιερά και τις λατρείες στην αρχαία Λάρισα ότι ο Δίας ο Ύψιστος ετιμάτο περί το 50 π.Χ. σε Όλυμπο, Ελασσόνα, Πολυδένδρι Μελίβοιας, και ο μονοθεϊσμός στη θεσσαλική χώρα είχε σύμβολο τον δικέφαλο αετό.
Στην Ι. Μονή Παναγίας Πολυδενδρίου, έχει εντοπισθεί βωμός του Ακραίου Διός και αρχιτεκτονικά μέλη του στον νάρθηκα του ναού ως δάπεδο.
Όπως ήταν φυσικό το πάνθεο των Ολύμπιων θεών κυριαρχούσε στη θρησκευτική ζωή των Θεσσαλών. Ο Όλυμπος αποτελεί για τη Θεσσαλία την κοιτίδα των μύθων της αρχαιότητας και διακτινίζει τη λατρεία των θεοτήτων στην Όσσα (Κίσσαβο) και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Από τον πρώιμο 5ο αιώνα έχουμε μαρτυρίες της έντονης θρησκευτικής ζωής των Λαρισαίων με περικαλλείς ναούς και ιερά τεμένη. Παράλληλα με τους Ολύμπιους θεούς λατρεύονταν και πάμπολλες τοπικές θεότητες με διάφορες προσωνυμίες, οι οποίες είχαν σχέση κυρίως με τη γονιμότητα και την αναπαραγωγή της γης. Εάν οι αγρότες του Δωτίου πεδίου (Αγιάς) τιμούν και σήμερα ιδιαιτέρως, τον Άγιο Αθανάσιο Αλεξανδρείας ως προστάτη της γεωργίας, (σιτηρά του κάμπου) είναι φυσικό τότε να λάτρευαν τον Κάρπιο Διόνυσο, ως θεό της γονιμότητας και της ευφορίας.
Οι θεότητες της προχριστιανικής περιόδου στη Θεσσαλία είναι επιγραμματικά οι εξής :
Αθηνά Πολιάς (αρχαϊκά και πρώιμα κλασικά χρόνια) – Λαγειτάρας, Θέρσυος, Πατρίας.
Απόλλων ο Κεδρώος (μετά τα μέσα του 5ου αιώνος). Λατρεύεται και με την προσωνυμία Πύθιος και την τοπική Τεμπείτης, ως μαρτυρούν επιγραφές στη Λάρισα, αλλά και Δελφαίος ή Προμά¬ντας.
Δίας ο Ελευθέριος (2ος αιώνας) αλλά και Υπερδέξιος, Φόνιος, Ύψιστος, Μειλίχιος, Ομόλωος, Θαύλιος.
Διόνυσος ο Κάρπιος.
Δήμητρα Φυλάκα (εκ της πόλεως Φυλάκη της Φθιώτιδας) – Πλουτίας, των Χαρίτων.
Εννοδία η Σταθμία, Αστικά, Αλεξεατίς και Μυκατίας.
Άρτεμις η Θροσία (προστάτις των εγκύων) και Ειλειθία (προστάτις των τοκετών).
Εκάτη (προστάτις της ατομικής και οικογενειακής ευτυχίας, του πλούτου και της καλοπέρασης).
Ποσειδών και Λευκοθέα. Ο Ποσειδώνας, ως θεός των πηγαίων υδάτων στην Θεσσαλία, αρχικά, τιμάται για την εξουσία του αποκλειστικά στα γλυκά νερά. Καλείται Κραναίος – Πυλαίος σύμφωνα με επιγραφή σε αναθηματική στήλη από λευκό μάρμαρο: «Ποτείδωνι / κραναίω / Πηλαίωι».
Στη Λάρισα ο Κρηνούχος και νυμφαγέτης θεός λατρεύεται και ως Πετραίος.
Ερμής ο ψυχοπομπός και άλλες θεότητες ως η Αρμονία, κόρη του Άρη και της Αφροδίτης, της μητέρας των θεών Κυβέλης, των Διοσκούρων, των Μουσών και της Μελίας, η οποία, σύμφωνα με την τοπική μυθική παράδοση, γέννησε τον πρώτο βασιλιά της Θεσσαλίας, τον Αίμονα.
Η θεά Αρχαννούς (καταχθόνια) και ο Ιόνιος Επαφά και ο Τροφέας.
Εν κατακλείδι, διαπιστώνεται από τις πηγές και τα ανασκαφικά ευρήματα η θρησκευτικότητα των Θεσσαλών – Αγυιωτών της Ανατολικής Θεσσαλίας κατά την αρχαιότητα, η οικονομική και πολιτική ανεξαρτησία των επίσημων ιερών της πόλης, η συγχώνευση της λατρείας μεγάλων Ολύμπιων θεοτήτων με τοπικές δοξασίες και η γέννηση νέων μορφών θρησκευτικής αντίληψης.
Κατά την περίοδο των πρώτων αποστολικών χρόνων (50 μ.Χ. και εξής) ο Χριστιανισμός διαδίδεται, κατά παράδοση, και στη Θεσσαλία. Στις πράξεις του Αποστόλου Ανδρέα, αναφέρεται ότι, ο πρωτόκλητος διήλθε διά των θεσσαλικών πόλεων κηρύττοντας τον θείο λόγο.
Ενώ η Θεσσαλία δεν έτυχε κατηχήσεως διά στόματος του Αποστόλου των Εθνών Παύλου, «παρήλθεν (ο Παύλος) δε Θεσσαλίαν. Εκωλύθη γάρ εις αυτούς κηρύξαι τον λόγον», ο μαθητής του Παύλου Ηρωδίων και συγγενής του, ένας εκ των εβδομήκοντα, φέρεται ως πρώτος επίσκοπος των Νέων Πατρών (Υπάτης) και ιδρυτής της πρώτης Εκκλησίας στην πόλη, στην οποία βρήκε μαρτυρικό θάνατο από Έλληνες και Ιουδαίους.
Η παρουσία της χριστιανικής ζωής κατά τους πρώτους παλαιοχριστιανικούς αιώνες, αποδεικνύεται από τα ιστορικά ευρήματα στην ευρύτερη περιοχή της Αγιάς, δηλαδή Δώτιο Πεδίο. Το σημαντικότερο μεταξύ αυτών είναι, η επιτάφια πλάκα η οποία απεκαλύφθη στο Συκούριο και αναφέρει τα ονόματα των Αγίων μαρτύρων Ιωάννου, Λουκά, Ανδρέα και Λεωνίδου, οι οποίοι άθλησαν την 18η Δεκεμβρίου.
Η πλάκα ανήκει στην τάξη των λεγομένων – τραπεζών μαρτύρων ή αγαπών – και χαρακτηρίσθηκε από τον Pargoire ως «εξ ίσου ενδιαφέρουσα προς τας καλυτέρας πλάκας των ρωμαϊκών κατακομβών». Τεμάχια από παρόμοιες τράπεζες βρέθηκαν, επίσης, και στις ανασκαφές των Βασιλικών Α΄και Β΄ στη Νέα Αγχίαλο.
Η παρουσία των επισκοπών Βεσαίνης, Χαρμένων και Κατρίας στα γεωγραφικά όρια της Αγιάς κατά τον 10ο αιώνα σχετίζεται με την εμπορική ακμή (γεωργική παραγωγή – βιοτεχνία) των αντιστοίχων οικισμών – πόλεων στο θεσσαλικό κάμπο και στους εμπορικούς παραθαλάσσιους κόμβους (Τζάγεζι, Δημητριάς, Πτελεός). Ο χαρακτηρισμός των οικισμών ως πόλεων στις πηγές (Συνέκδημος του Ιεροκλέους και Περί Κτισμάτων του Προκοπίου) αποσαφηνίζει την οικιστική εικόνα της Θεσσαλίας κατά την υπό εξέταση εποχή και περιγράφει την αντίστοιχη πολιτική της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, το κέντρο βάρους της οποίας έχει μετατοπιστεί από την πρωτεύουσα στις επαρχιακές πόλεις.
Σύμφωνα με διάταξη του Ιουστινιανείου Κώδικος (Ι. 3. 35),που ανάγεται στον αυτοκράτορα Ζήνωνα (474491) και ορίζει: «πάσαν πόλιν (…) ἔχειν ἐκ παντός τρόπου ἀχώριστον καί ἲδιον ἐπίσκοπον», δυνάμεθα να θεωρήσουμε ότι οι ως επισκοπές αναγραφόμενοι οικισμοί έχουν τον χαρακτήρα πόλης, έτσι δε η έννοια της πόλης συνδέεται στενά με την έννοια της επισκοπής.
Κατά την υπό εξέταση περίοδο ο επίσκοπος ανελάμβανε, επίσης, τον ρόλο τη εκπροσώπησης της κοινότητας, την υπεράσπιση του «ποιμνίου» απέναντι στην κρατική εξουσία (φοροεισπράκτορες) καθώς και την ανάληψη πρωτοβουλιών για την ενίσχυση της άμυνας με οχυρωματικά έργα.
Στον οικισμό της Αγιάς, μόνο ενδείξεις υπάρχουν για πρωτοχριστιανική κατοίκηση: ψηφιδωτά στη θέση «Αγία Άννα», Ταφές στον Ναό Μεταμορφώσεως Σωτήρος και ασφαλώς το «Ρωμαϊκό Λουτρό» μεταξύ Αγιάς και Βεσσαίνης.
Η πόλη της Βεσσαίνης κατοικείται από Χριστιανούς και εκατό επιπλέον κατοίκους ιουδαϊκής καταγωγής (1167) που ασχολούνται με το εμπόριο του μεταξιού. Ως επίσκεψη, κατά το 1198 και 1204 αποτελεί διαφιλονικούμενο τιμάριο μεταξύ στρατηγών και αυτοκρατορικών γόνων, μαρτυρούμενη σε αυτοκρατορικά χρυσόβουλα – παπικές επιστολές, πατριαρχικά σιγίλλια, χρονογραφήματα και τακτικά. Η παρουσία της στους επισκοπικούς καταλόγους της Μητρόπολης Λαρίσης έως και το 1371, δηλώνει την λειτουργική ανάγκη να έχει ναοδομήσει μεγαλύτερο επισκοπικό ναό, κατά τους ύστερους χρόνους στη νέα έδρα της, την σημερινή Δέσιανη (Αετόλοφο). Η παραπάνω άποψη πρέπει να θεωρηθεί, κατά πάσα πιθανότητα ως αυτή υπέρ της οποίας συνηγορούν όλες οι ενδείξεις και συνεπώς ως η πλησιέστερη προς την αλήθεια.
Οι αναφορές της Βεσαίνης στις πηγές:
1. Τακτκά G. Parthey – J Darrouzes Τέλη 10ου – αρχές 12ου αι.
2. Στήλη Βαθυρέματος 11ος αι.
3. Επιστολή Μ. Ψελλού περί επισκόπου Βεσαίνης 1077
4. Ηρολόγιο Β. Τουδέλης 1167
5. Αυτοκρατορικό Χρυσόβουλο 1198
6. Λατινικές πηγές: α) P. Romaniae, β) Επιστολή πάπα Ιννοκεντίου Γ΄ 1204 1210
7. Πατριαρχικό έγγραφο Καλοσπίτη Ναυπάκτου 1222
8. Σιγιλλιώδες γράμμα Πατριάρχου Φ. Κοκκίνου 1370/1371
Κατά τον 4ο αιώνα η καθιέρωση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του Ρωμαϊκού κράτους (Edictum του Θεοδοσίου, 380 μ.Χ.) οδηγεί στην απαγόρευση των ελληνορωμαϊκών θρησκειών και σφράγιση των ναών των εθνικών στον ελλαδικό χώρο και τη Θεσσαλία. Οι ανασκαφές αποκαλύπτουν ότι οι Χριστιανικοί ναοί σε πολλές περιπτώσεις ανηγέρθηκαν πάνω σε αρχαίους ναούς και ότι χρησιμοποιήθηκε το οικοδομικό υλικό τους. Στην περιοχή της Αγιάς η εύλογη πρακτική μεταποίηση γίνεται φανερή στους ναούς της Παναγίας του Βαθυρέματος (9ος αι.) και της Παναγίας του Αετολόφου.
Τέλος δεν πρέπει να παραλείψουμε αναφορά (σύντομη) για το Όρος των Κελλίων. Μία μοναστική κοινότητα που άνθησε ιδιαίτερα στην περιοχή του όρους Κισσάβου και Μαυροβουνίου μεταξύ 9ου αιώνος και 1371. Η άποψη αυτή πιστοποιείται από ένα μεγάλο αριθμό ασκηταριών και Μονών στην περιοχή, όπως ασκηταριά Αγίων Αναργύρων, Αγίας Παρασκευής και Αγίου Δαμιανού. Η μοναστική κοινότητα αναφέρεται στην Αλεξιάδα της Άννας Κομνηνής (1149) που γράφει ότι ο Αυτοκράτωρ Αλέξιος «διέσχισε το Όρος των Κελλίων» στα 1083. Η κοινότητα αναφέρεται επίσης στον Βίο του Οσίου Χριστοδούλου από τον Ιωάννη Ρόδιο το 1120 και σε επιστολή του Πάπα Ιννοκεντίου του Γ΄ το 1209.