Το ευχάριστο βέβαια είναι πως πρόκειται για ατυχήματα από τα οποία προκλήθηκαν μόνο υλικές ζημιές και όχι σοβαροί τραυματισμοί οδηγών ή επιβαινόντων στα εμπλεκόμενα στο τροχαίο οχήματα. Αξιοσημείωτο βέβαια είναι ότι εντός του αστικού δικτύου συνεχίζουν να καταγράφονται και θανατηφόρα τροχαία δυστυχήματα, αντί των δυστυχημάτων στις Εθνικές Οδούς παλαιότερα που κυριαρχούσαν στα θλιβερά στατιστικά.
Οι δείκτες στις εθνικές μειώθηκαν αισθητά μετά και τη μετατροπή νέων Εθνικών Οδών (ΠΑΘΕ, Ε-65 κ.ά. ) ή Παλαιών Εθνικών (Λάρισας - Τρικάλων, Λάρισας - Καρδίτσας) σε ασφαλείς οδούς. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί πλέον η Παλαιά Εθνική (νυν Λεωφόρος Καραμανλή) που διέσχιζε κατοικημένες περιοχές της Λάρισας και είχε χαρακτηριστεί «καρμανιόλα», με αφορμή θανατηφόρα δυστυχήματα, όπως αυτά στη συμβολή της με την οδό Βόλου, την περίοδο ακόμη που λειτουργούσαν φωτεινοί σηματοδότες.
Το Τμήμα Τροχαίας Λάρισας καταγράφει καθημερινά ικανό αριθμό ατυχημάτων (σ.σ. υλικών ζημιών) εντός του αστικού δικτύου, ενώ σε οδούς όπως η Ηρ. Πολυτεχνείου, η Σαρίμβεη, η Λαγού, η (νέα) Περιφερειακή από το Κολυμβητήριο έως τη ΔΕΥΑΛ, καταγράφονται θανατηφόρα με αιτίες που καταρχάς παραπέμπουν σε θέματα οδικής συμπεριφοράς και δευτερευόντως στην επικινδυνότητα των οδών.
Οι γενικότερες αιτίες πρόκλησης των ατυχημάτων, δεκαετίες τώρα, παραμένουν οι ίδιες, με το Τμήμα Τροχαίας Λάρισας να καταλήγει στον… συνήθη κατάλογο (έλλειψη προσοχής, παραβίαση σήμανσης, υπερβολική ταχύτητα, οδήγηση με μέθη, μη χρήση της ζώνης ασφαλείας, του προστατευτικού κράνους, παραβίαση ερυθρού σηματοδότη κ.λπ.). Η μοναδική πρόσθετη αιτία που συνδέεται με την εξέλιξη της εποχής αφορά τη χρήση κινητού τηλεφώνου, όπου παρατηρείται η, ομολογουμένως εκπληκτική, οδική συμπεριφορά των νεαρών σε ηλικία οδηγών να ανταλλάσσουν ακόμη και μηνύματα ενόσω οδηγούν.
Με την ευκαιρία υπενθυμίζεται πως εκείνη που προκλητικά αδρανεί είναι η ίδια η Πολιτεία, παρότι ο αριθμός των θανατηφόρων με θύματα κυρίως νέους οδηγούς, αν δεν αυξάνεται, αναμφίβολα παραμένει υψηλός.
Η ουσιαστική πρόληψη απουσιάζει και η όλη ευθύνη μεταφέρεται στα Τμήματα Τροχαίας με μόνιμη επωδό την επίκληση της ανάγκης μεγαλύτερης αστυνόμευσης, όταν στα σκέλη της εκπαίδευσης των οδηγών και της υλοποίησης μόνιμων, αντί των ευκαιριακών, προγραμμάτων πρόληψης, δεν καταγράφεται κανένα ουσιαστικό βήμα προόδου. Όταν, με βάση και την έκταση του προβλήματος πάντα, οι προληπτικές δράσεις αφορούν μόνο τους -αναγκαίους σε κάθε περίπτωση- προληπτικούς τροχονομικούς ελέγχους (αλκοτέστ, χρήση ζώνης, προστατευτικού κράνους κ.λπ.).
Β. ΚΑΚΑΡΑΣ