Η αξιοποίηση και προβολή των κτισμάτων που σώθηκαν μέσα στο πλούσιο δασικό σύμπλεγμα του Πολυδενδρίου παραμένει ακόμη ζητούμενο.
Στο επίγειο παράδεισο του κτήματος, έκτασης 34.791 στρεμμάτων,
με τοπία απαράμιλλης ομορφιάς, που μπορεί να αποτελέσει
κορυφαίο προορισμό φυσιολατρικού τουρισμού με προσέλκυση τουριστών απ’ όλο τον κόσμο, υπάρχουν διαδρομές προσβάσιμες για ποδηλατάδα βουνού, για περιπάτους σε σηματοδοτημένα μονοπάτια και χωμάτινοι δρόμοι με προορισμούς κυρίως εκκλησίες, αλλά τα παλιά κτίσματα που συνέθεταν το σύνολο των υποδομών που περιλάμβανε η βασιλική εξοχική κατοικία καταρρέουν κάθε χρόνο και περισσότερο.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το 2003 συντάχθηκε από το Δασαρχείο Αγιάς μελέτη με τον τίτλο «Μελέτη Έργων – Εργασιών» για την ανάδειξη και προστασία του Δημοσίου Δάσους Πολυδενδρίου, όπου προβλέπονταν κυρίως έργα αναψυχής προστασίας και οδοποιίας, τα οποία και κατασκευάστηκαν με χρηματοδότηση του Υπουργείου Γεωργίας.
Σήμερα ορισμένα από τα έργα αναψυχής έχουν καταστραφεί από τοβ χρόνο και άλλα τα έχει σκεπάσει η βλάστηση.
Για την ιστορική πορεία του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, του δάσους Πολυδενδρίου, παραθέτουμε στοιχεία που αναρτούμε από την επίσημη ιστοσελίδα του Δήμου Αγιάς: «Η ιστορία του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του Δάσους αρχίζει την εποχή της Τουρκοκρατίας, όπου το χωρίο Πολυδένδρι αποτελούσε τσιφλίκι στην κατοχή του Οθωμανού Μεχμέτ Τεβφίκ Βέη Εφεδήν.
Το 1841 το τσιφλίκι πωλήθηκε από τον Οθωμάνο στους Ελληνικής καταγωγής Μανόλη Αλεξανδρή και Δημήτριο Θεοχάρους. Κατόπιν διαφόρων αγοροπωλησιών, η κυριότητα του Δάσους περιήλθε στον οθωμανικής καταγωγής Χασάν Λεοντάρη και μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο Ελληνικό κράτος το 1881 το Δάσος διαχειρίστηκε ως μη Δημόσιο Δάσος.
Το Δάσος περιήλθε στην κυριότητα της τότε βασιλικής οικογένειας της Ελλάδος το 1906, η οποία το διαχειριζόταν έως το 1994, έκτοτε ανέλαβε νόμιμα τη διαχείρισή του το Υπουργείο Γεωργίας του Ελληνικού Δημοσίου.
Η ποικιλία της χλωρίδας και πανίδας του και οι ήπιες γενικώς κλίσεις του εδάφους το καθιστούν έναν χώρο με μεγάλο ενδιαφέρον, που προσφέρεται για επισκέψεις αναψυχής, χαλάρωσης, αναζωογόνησης και πλήθος δραστηριοτήτων.
Επίσης, η εκμετάλλευσή του ως παραγωγικό δάσος προσφέρει εργασία στους κατοίκους της γύρω περιοχής. Τα παραγόμενα δασικά προϊόντα είναι κυρίως καυσόξυλα δρυός, οξιάς και αείφυλλων πλατύφυλλων, ξυλάνθρακες και τεχνική ξυλείας οξιάς, δρυός και καστανιάς.
Στο Δασόκτημα βρίσκονται δύο ναοί, ο Ναός της Παναγίας και ο Ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου. Γεωγραφικά απέχουν πολύ λίγο μεταξύ τους και χρονολογικά φαίνεται να κατασκευάστηκαν σχεδόν την ίδια περίοδο. Ο Ναός της Παναγίας χρονολογείται στα τέλη του 16ου αι. και ο Ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου φέρει έτος θεμελίωσης το 1568.
Τοιχογραφίες πολύ καλής τέχνης κοσμούν και τους δύο ναούς, ενώ πλήθος αρχαίων επιγραφών στο δάπεδο του πρώτου μαρτυρούν την πιθανότητα ύπαρξης αρχαίου ιερού στην περιοχή».