ΕΛΑΣΣΟΝΑ (Γραφείο «Ε»)
Του Γιάννη Μουκίδη
Ήταν αυτός ο άντρας, από τη ράτσα των κλασικών Ελλήνων πολεμιστών, αυτός που τα είχε όλα, τον αδάμαστο και ευθύ χαρακτήρα, το υψηλό φρόνημα, το μεγάλο και σταθερό ενθουσιασμό, βαθιά πείρα του πολέμου, την άφθαστη τόλμη και την επιβολή στους άλλους, πάνω από πολλές μορφές του 1821. Ήταν ο Λιβαδιώτης Γεωργάκης Ολύμπιος, του οποίου η θυσία στη Μονή Σέκου, δεν έχει ημερομηνία λήξης, παραμένει σημερινή και διαχρονική. Ο εθνικός ήρωας Γεωργάκης Ολύμπιος καταγόταν από την ηρωική οικογένεια των Λαζαίων που είχαν έδρα το Λιβάδι και στη συνέχεια για 20 χρόνια τη Μηλιά Πιερίας, οπού οι Λαζαίοι έκτισαν σε ιδιόκτητη γη και τον περιβόητο πύργο τους. Οι Λαζαίοι προσέφεραν στο βωμό της Εθνικής ανεξαρτησίας πριν και μετά την επανάσταση του 1821, περισσότερους από 400 νεκρούς.
Γεννήθηκε στο Λιβάδι(Βλαχολίβαδο) πριν από 242 χρόνια, τον Μάιο του 1772. Γονείς του ήταν ο Νικόλαος και η Νικολέτα, η οποία πέθανε πρόωρα από επιδημική ασθένεια και την ανατροφή του ανέλαβε η γιαγιά του Αγνή. Παρακολούθησε μαθήματα στο Σχολείο του Λιβαδίου με τους φωτισμένους δασκάλους της εποχής, τον Ιωνά Σπαρμιώτη και τον Ιωάννη Πέζαρο. Μέχρι το 1798 εκπαιδεύεται στο στρατόπεδο του συγγενή του 'Εξαρχου Λάζου, γενάρχη των Λαζαίων και εξελίσσεται σε πρωτοπαλίκαρό του, ως άριστος μαθητής και πολεμιστής. Είναι η εποχή που ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων μεθοδεύει την ίδρυση μεγάλου αλβανικού κράτους, αποσχιστικά προς τη Μεγάλη Πύλη, όπου άλλοτε με τη διπλωματία και άλλοτε με τη βία επιχειρεί το παράτολμο έργο του. Οι Ολύμπιοι, αρνούμενοι να αλλάξουν αφεντικά, μάχονται και εναντίον των Τούρκων και εναντίον του Αλή Πασά, που με το γιο του Μουχτάρ φτάνουν μέχρι το Λιβάδι. Ο Γεωργάκης, μαζί με άλλους αρματολούς από τη Μακεδονία, καταφεύγει στη Σερβία, όπου ενώνεται με τις δυνάμεις του Καραγεώργη και συμμετέχει στον παμβαλκανικό ξεσηκωμό ενάντια στους Τούρκους. Είναι ο οραματιστής και ο εκτελεστής των ιδεών του Ρήγα, είναι ο επιτελικός στρατιωτικός νους της προσπάθειας για την εφαρμογή του Θούριου και της Χάρτας του Βελεστινλή.
Σταχυολογούμε από εκτενή αναφορά του πανεπιστημιακού – πρ. προέδρου των Λιβαδιωτών Θεσσαλονίκης κ. Γιώργου Συνεφάκη: «Πίστεψε με πάθος στην ελευθερία, στη Μεγάλη Ιδέα και στην αδελφική συνεργασία των χριστιανικών λαών της Βαλκανικής χερσονήσου, την οποία προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις να καλλιεργήσει για μια κοινή εναντίον του κατακτητή δράση, αλλά δυστυχώς οι λαοί αυτοί ήταν ανώριμοι να κατανοήσουν την επιταγή της ιστορίας, την εποχή εκείνη και εγκατέλειψαν τον αγώνα. Συμμετέχει και διακρίνεται στους νικηφόρους αγώνες στο Όστροβο, το Στούβικ, το Βιδίνιο, και η φήμη του φτάνει στον Αλέξανδρο Υψηλάντη και τον Τσάρο της Ρωσίας Αλέξανδρο. Αναγορεύεται έτσι σε συνταγματάρχη του Ρωσικού στρατού και, λόγω της άριστης κατάρτισης και της συγκροτημένης γεωπολιτικής του σκέψης, συμμετέχει ως ακόλουθος της Ρωσικής πρεσβείας στο Συνέδριο της Βιέννης το 1815. Στα χρόνια της εθνεγερσίας, ως υψηλόβαθμο μέλος της Φιλικής Εταιρείας, διορίζεται αρχιστράτηγος των Ελληνικών Δυνάμεων στο Δούναβη και αρχίζει τη μαρτυρική του διαδρομή στο Δραγατσάνι και το Ιάσιο της Μολδοβλαχίας, σώζοντας όσα μέλη του Ιερού μας Λόχου μπόρεσε, ύστερα από την προδοσία του Βλαδιμηρέσκου. Είχε συστήσει τότε να μη αντιμετωπίσουν τους Τούρκους στην πεδιάδα του Δραγατσανίου, αλλά να τους κάνουν κλεφτοπόλεμο από τα βουνά, όμως δεν τον άκουσαν. Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον Υψηλάντη μετά την ήττα του και γι’ αυτό έφυγε μόνος του στα βουνά της Μολδαβίας, όπου οχυρώθηκε. Από προδοσία κάποιου Μολδαβού επισκόπου, βρέθηκε πολιορκημένος στο Μοναστήρι του Σέκου, από 8.000 Τούρκους, που τον χτυπούσαν με βαρύ πυροβολικό.
Με τους 350 άνδρες που του απέμειναν, κλείνεται στην οχυρή Μονή Σέκου στη Μολδαβία και στις 5 Σεπτεμβρίου 1821 δίνει την πρώτη μάχη με τους Τούρκους και τους προκαλεί μεγάλες απώλειες. Την 8η Σεπτεμβρίου 1821 δύναμη χιλιάδων Τούρκων επιτίθεται κατά της Μονής. Την υπερασπίζονται ο Φαρμάκης με τους 340 Ιερολοχίτες του και ο Γεωργάκης Ολύμπιος ανεβασμένος στο κωδωνοστάσιο της Μονής με 11 πιστούς συντρόφους του. Η μάχη διαρκεί 12 ημέρες, χωρίς οι Τούρκοι να μπορούν να επιτύχουν την κατάληψη της Μονής. Τα πυρομαχικά όμως και τα τρόφιμα εξαντλούνται. Ο Σαλήχ Πασάς επιχειρεί να δελεάσει τον Ολύμπιο, για να παραδοθεί, αλλά ο ήρωας απορρίπτει με περιφρόνηση τις προτάσεις του και στους συντρόφους του λέει: «εγώ θα μείνω εδώ και καώ, αν θέλετε εσείς βγείτε, σας ανοίγω ο ίδιος την πόρτα». Αλλά κανείς δεν δέχθηκε να φύγει. Στις 22 Σεπτεμβρίου πλήθος Τούρκων όρμησαν στον περίβολο της Μονής. Τα πυρομαχικά εξαντλήθηκαν και απέμειναν στο κωδωνοστάσιο μερικά μόνον βαρέλια πυρίτιδας. Ο Γεωργάκης Ολύμπιος έκανε το σημείο του σταυρού και έβαλε φωτιά στην πυρίτιδα παίρνοντας μαζί του στον θάνατο και πολλούς Τούρκους. Από τους συντρόφους του διασώθηκε, ως εκ θαύματος, ένας για να υπάρξει η μαρτυρία αυτού του συγκλονιστικού γεγονότος.
«Έτσι χάθηκε ο Γεωργάκης Ολύμπιος ωραίος, συνεπής, ακαταμάχητος. Ο ενδοξότερος πολέμαρχος, ο τιμιότερος άνδρας», γράφει ο Τρικούπης. «Ο σταυραετός του Ολύμπου, ο πιο αγνός, ο πιο ανυστερόβουλος, ο πιο ακραιφνής πατριώτης» λέει ο Γεώργιος Σταμπόλης.
Τόση μεγάλη ήταν η απήχηση της μεγάλης προσφοράς του στον αγώνα του έθνους, ώστε ανάγκασε κι αυτόν το μισέλληνα Φίνλεϊ να ομολογήσει πως «ο Γεωργάκης Ολύμπιος υπήρξε άνδρας αγαθός, ενθουσιωδώς αφοσιωμένος εις τον Ελληνικό αγώνα και τρέφων μίσος άσπονδο κατά των Τούρκων». Η ομολογία αυτή ίσως αποτελεί και την πιο πειστική αναγνώριση της αξίας του άνδρα και της προσφοράς του στην ελληνική υπόθεση.
Και από την ακτινοβόλο προσωπικότητα του Λιβαδιώτη ήρωα Γεωργάκη Ολυμπίου θα υπενθυμίσουμε δύο μνημειώδεις κορυφαίες ρήσεις του, από την ομιλία του στην Ακαδημία Ιασσίου της Ρουμανίας: «Ο αγωνιστής την ελευθερία ή την κερδίζει μαχόμενος ή την καθαγιάζει πεθαίνοντας», και «είναι μεγάλο έγκλημα το να συγκεντρώνει κανείς στην κατοχή του αγαθά περισσότερα από αυτά που χρειάζεται για να ζήσει, γιατί αφαιρεί τη ζωή από άλλους ανθρώπους, που στερούνται παντελώς αγαθών»! Αλήθεια, πώς ακούγονται τα παραπάνω λόγια του στις εποχές μας;
Το πατρικό του σπίτι σώζεται μέχρι σήμερα και ένα τμήμα του έγινε μουσείο με το όνομά του, στη γενέτειρά του το γραφικό Λιβάδι Ελασσόνας. Πρόκειται για τμήμα της αρχικής κατοικίας που καταστράφηκε από φωτιά το 1943. Το 1950 αποκαταστάθηκε με δαπάνες του Ξενοφώντος και της Ελισσάβετ Κωτίκα, και από τότε συντηρείται με τις φροντίδες της Κοινότητας και των τοπικών συλλόγων. Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκαν τοπικά υλικά, αδρά κατεργασμένη πέτρα και ξύλο. Το σπίτι έχει την τυπική αρχιτεκτονική και διαρρύθμιση της λιβαδιώτικης κατοικίας. Το ισόγειο με το λιθόστρωτο δάπεδο, έχει λειτουργία βοηθητική και αποθηκευτική. Μια ξύλινη σκάλα οδηγεί στον όροφο, το χώρο διαμονής της οικογένειας, με τις ξύλινες κόχες στρωμένες με βαριά υφαντά, και το τζάκι στη μέση για τη θέρμανση, το μαγείρεμα αλλά και το φωτισμό τα κρύα βράδια του χειμώνα.