ομώνυμη καταστροφή. Μια οικογένεια από το χωριό Νέσσων έψαχνε για πολλά χρόνια ένα κειμήλιο – ντοκουμέντο για το γεγονός πως τιμήθηκε ο πατέρας τους με τον χρυσό σταυρό κατά τη διάρκεια του πολέμου, όμως αυτό βρέθηκε σχεδόν από τύχη μέσω της έρευνας των συμβολαίων και εγγράφων από συγγενείς τους σε άλλο χωριό.
Αυτήν την ιστορία διηγήθηκε στην «Ε» ο Ιωάννης Πανάγος του Γεωργίου. Ο πατέρας του Γεώργιος Μιχαήλ Πανάγος γεννήθηκε το 1899. Ένας άνθρωπος που όπως τον περιγράφει ήταν πολύ δυνατός κάτι που ήταν ευρέως γνωστό στο χωριό του Νέσσωνα. Ασχολιόταν με την κτηνοτροφία τόσο εκείνος όσο και τα πέντε μεγαλύτερα αδέρφια του.
Πέρασε από επιλογή το 1918 και τον πήραν στρατιώτη. Μέσα σε λίγο διάστημα βρέθηκε στην άλλη πλευρά του Αιγαίου και πήρε μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία.
«Δεν έφαγε ούτε μια σφαίρα και γύρισε πίσω σώος και αβλαβής. Παράλληλα όμως κατάφερε να τιμηθεί και με τον χρυσό σταυρό» θυμάται ο γιος του για λογαριασμό της «Ε».
Τον κέρδισε όπως αναφέρει μετά από μια πολύωρη μάχη. «Ως σκοπευτής πολυβόλου πολεμούσε 12 ώρες από τις 5 το απόγευμα ως το πρωί και προσπαθούσε να κρατήσει τους εχθρούς. Όταν γύρισε επέστρεψε στο Τατόι». Χαρακτηρίζει πολύ σημαντικό να παίρνει ένας απλός στρατιώτης χρυσό σταυρό, καθώς «ήταν σύνηθες να το παίρνει ένας αξιωματικός και σπάνιο για έναν στρατιώτη. Ήταν όμως πολύ δυνατός και πολύ πεισματάρης. Γερό σκαρί…».
Δεν πρόλαβε όμως να τον κρατήσει όσο θα ήθελε αφού «του τον έκλεψαν τη μέρα που πέθανε ο πατέρας του. Έφυγε από το στρατόπεδο να πάει στο σπίτι και τον ξέχασε στο χιτώνιο, καθώς πίστευε πως δεν γίνεται να του το πάρουν, αφού δεν μπορεί κανένας άλλος να το φορέσει». Ο Ιωάννης Πανάγος είναι παιδί από τον δεύτερο γάμο του πατέρα του. Από τον πρώτο γάμο ο πατέρας του, πρόλαβε και απέκτησε 4 παιδιά που όπως αναφέρει κανένα δεν ζει πλέον. Έχασε όμως τη γυναίκα του και βρέθηκε αντιμέτωπος με πολλές δυσκολίες. Αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί αν και μεγάλος σε ηλικία. Από τον δεύτερο γάμο απέκτησε άλλα τρία παιδιά. Τον Ιωάννη, τον Μιχάλη και την Ευαγγελία. Σε όλους τους, περιέγραφε την μοναδική αυτήν εμπειρία από τη Μικρά Ασία και την εκστρατεία. Μα σε κανέναν δεν μπορούσε να δείξει ένα ενθύμιο αφού δεν είχε κρατήσει κάτι. Ούτε μια φωτογραφία. Ούτε τίποτα…
Τα χρόνια περνούσαν και ξαφνικά βρέθηκε κάτι αναπάντεχα.
«Η φωτογραφία βρέθηκε μέσω της διαδικασίας του κτηματολογίου στο Καλοχώρι. Την είχε στείλει ο πατέρας μου, το 1922 σ’ ένα από τα αδέρφια του. Κάπου την παράχωσε και ξεχάστηκε. Σχεδόν χάθηκε. Πρόσφατα που έψαχναν κάτι για τα συμβόλαια βρέθηκε κι αυτή μέσα. Έτσι μας την έδωσαν. Εμείς ψάχναμε μια απόδειξη στην Αθήνα, αλλά δεν μπορέσαμε να βρούμε κάποιο ντοκουμέντο» λέει με ικανοποίηση πλέον αφού κρατά στα χέρια του κάτι σημαντικό.
Ακόμη βέβαια ηχούν στα αυτιά του οι περιγραφές του πατέρα του που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 70 ετών, το 1969. Περιγραφές από το μέτωπο: «Μας έλεγε πως για κάποιες ημέρες ήταν είτε δίχως νερό, είτε δίχως φαγητό. Δύσκολες, πολύ δύσκολες καταστάσεις. Προχωρούσαν συνέχεια, δεν σταματούσαν. Είχαν κουραστεί...». Μέχρι τη στιγμή που άρχισε η αντεπίθεση των Τούρκων. «Μας περιέγραφε πως είχαν ως στόχο την Άγκυρα αλλά εκεί που ήταν έτοιμοι να προχωρήσουν άρχισαν να τους χτυπάνε οι Τούρκοι. Έλεγε πως προδοθήκαμε από τους Άγγλους. Γι’ αυτό μέχρι και να φύγει από τη ζωή τους έβριζε συνέχεια» καταλήγει ο Ιωάννης Πανάγος.