Η συρρίκνωση του δικτύου καταστημάτων της Eurobank-Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, ιδιαίτερα σε κωμοπόλεις όπως αυτή, μακριά από τα αστικά κέντρα, θα είναι καταπέλτης τόσο για τους εργαζόμενους του μοναδικού υποκαταστήματος της Τράπεζας όσο και για το σύνολο των κατοίκων της περιοχής, πολλοί από τους οποίους, σχεδόν το 30%, αδυνατούν να χρησιμοποιήσουν τα εναλλακτικά δίκτυα εξυπηρέτησης. Η ύπαρξη τραπεζικών υποκαταστημάτων σε κάθε Δήμο, ενισχύει με πολλούς τρόπους την τοπική κοινωνία και την οικονομία της, ιδιαίτερα σήμερα, εν μέσω των εξαιρετικά δύσκολων συνθηκών, που έχουν προκαλέσει η οικονομική κρίση και η πανδημία. Αντίθετα, η συρρίκνωση του δικτύου μόνο πίεση και ανασφάλεια μπορεί να δημιουργήσει: αφ’ενός προκαλεί μεγάλη αβεβαιότητα και προβλήματα στους εργαζόμενους και στις οικογένειές τους, αφ’ετέρου, μεγάλες ανακατατάξεις στο ανθρώπινο δυναμικό μέσω της εντατικοποίησης της εργασίας, πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με τα δεδομένα των τραπεζών στην Ευρωζώνη.
Χαρακτηριστικά είναι τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας: Στην Ελλάδα ένα τραπεζικό κατάστημα αντιστοιχεί σε 6.298 κατοίκους, ενώ ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη είναι ένα κατάστημα ανά 2.890 κατοίκους. Στην Ελλάδα, σε έναν τραπεζικό υπάλληλο αναλογούν 324 κάτοικοι, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ευρωζώνη είναι 188 κάτοικοι ανά υπάλληλο. Στον δείκτη αυτό, η χώρα μας βρίσκεται στην τελευταία θέση. Τα περασμένα χρόνια, οι τράπεζες ανακεφαλαιοποιήθηκαν τρεις φορές από τα κρατικά κονδύλια. Ήρθε η ώρα, λοιπόν, να αναλάβουν τις ευθύνες τους απέναντι στην κοινωνία και την οικονομία, υλοποιώντας σχέδια ανάπτυξης, στήριξης και χρηματοδότησης της εθνικής οικονομίας και ιδιαίτερα της περιφέρειας, και όχι να επιμένουν σε αδιέξοδες λογικές μείωσης κόστους».