Το πρόγραμμα αυτό δέχθηκε μεγάλες περικοπές διαχρονικά από τις κυβερνήσεις, με την υποβάθμιση και την υποχρηματοδότηση, με αποτέλεσμα σήμερα να έχει περάσει ολοκληρωτικά στη λογική της ανταποδοτικότητας και της επιβάρυνσης των νοικοκυριών και με ελάχιστα ψίχουλα χρηματοδότησης από τη μεριά της ΓΓΑ.
Την ίδια στιγμή που η Φυσική Αγωγή εξαγγελλόταν υποκριτικά απ’ όλες τις κυβερνήσεις και τους εκλεκτούς τους στην Τοπική Διοίκηση, ως πρόγραμμα πρόληψης για την προστασία της υγείας.
Παρ’ όλα αυτά, ικανοποιούσε μια ανάγκη σε οικογένειες και σε κοινωνικά και οικονομικά ευπαθείς ομάδες, που δεν είχαν τη δυνατότητα να πληρώνουν στον ιδιωτικό τομέα. Οι δραστηριότητες αυτές απασχολούσαν χιλιάδες άνεργους γυμναστές, με τις σχέσεις εργασίας χρόνο με τον χρόνο να επιδεινώνονται, με αποκορύφωμα την επαίσχυντη «πληρωμή με το αντίτιμο», «με το κεφάλι» δηλαδή των συμμετεχόντων, που καθιερώθηκε επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Η συμμετοχή στα προγράμματα αυτά, παρ’ όλες τις δυσκολίες και τα προβλήματα που υπήρχαν, λειτουργούσε ευεργετικά για την ψυχοκινητική ισορροπία του ατόμου και προστάτευε από χρόνιες σωματικές, νοητικές και ψυχικές ασθένειες.
Η ολική αποχώρηση της ΓΓΑ από το πρόγραμμα «Άθληση για όλους» έρχεται σε μια στιγμή που η οικονομική κατάσταση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού είναι τραγική, ύστερα από δέκα χρόνια κρίσης και δύο χρόνια πανδημίας. Σηματοδοτεί όχι μόνο τον μηδενισμό της κρατικής χρηματοδότησης στους δήμους, αλλά και την πλήρη ανατροπή των εργασιακών σχέσεων στον χώρο των γυμναστών, σε συνδυασμό με την πιστοποίηση των απόφοιτων των ΙΕΚ και των κολεγίων, που ήδη ψήφισε η κυβέρνηση της Ν.Δ.
Τα παραπάνω αποτελούν επιβεβαίωση ότι η σωματική άσκηση, η ενασχόληση μ’ ένα άθλημα γίνονται απρόσιτα για την πλειοψηφία του λαού και ιδιαίτερα της νεολαίας. Οδηγός και εδώ για την κυβέρνηση είναι η εμπορευματοποίηση της ανάγκης του λαού για άσκηση.
Οι αντιδράσεις του αθλητικού κόσμου, των γυμναστών και των φορέων τους, που ζητούν την άμεση επαναφορά και αναβάθμιση του προγράμματος, είναι απολύτως δικαιολογημένες.
Το Περιφερειακό Συμβούλιο Θεσσαλίας ζητά να ακυρωθεί άμεσα αυτή η απαράδεκτη απόφαση και καλεί τους εργαζόμενους, τους γονείς και τη νεολαία να την αντιπαλέψουν.