Η λειτουργία, για λόγους μη συνωστισμού του κόσμου και αποφυγή συνθηκών μετάδοσης του κορονοϊού, τελέσθηκε στο πλάτωμα λίγο πριν το ασκητήριο, το οποίο ως γνωστόν βρίσκεται σε χαράδρα κάτω από την Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου της ορεινής Ανατολής.
Ιερουργούντος του ιερέως, πρωτοπρεσβύτερου π. Ρίζου Κομήτσα, οι λίγες δεκάδες πιστών που βρέθηκαν στο πλάτωμα, και επισκέφτηκαν και το ασκηταριό, προσκύνησαν και προσευχήθηκαν με ευλάβεια σ’ αυτήν την «ὀπή τῆς γῆς», όπως χαρακτηριστικά λένε οι γραφές (Ἑβρ. 11, 37-38), για έναν άγιο «οὗ οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος».
Η μνήμη του τιμάται κυρίως στις 14 Φεβρουαρίου, στην καρδιά του χειμώνα, η τοπική ωστόσο παράδοση ορίζει και τη θερινή πανήγυρη του Αγίου στον κυρίως τόπο της ασκήσεώς του.
Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ
Ο Άγιος Δαμιανός γεννήθηκε στο χωριό Μυρίχοβο Αγράφων (σημερινή Αγία Τριάδα Καρδίτσας) περί το 1510 μ.Χ. από ευσεβείς γονείς. Από την παιδική ακόμη ηλικία αγάπησε τον μοναχικό βίο και θέλησε να ενδυθεί το αγγελικό σχήμα του μοναχού. Έτσι, άφησε τη γενέτειρά του και μετέβη στο Άγιο Όρος, στη μονή Φιλοθέου, όπου εκάρη μοναχός.
Μετά από λίγο καιρό άφησε τη μονή και αναχώρησε για να μονάσει σε ασκητήριο και να αφιερωθεί περισσότερο στην προσευχή. Πήγε, λοιπόν, στον ασκητή ονόματι Δομέτιο. Έμεινε κοντά του σχεδόν τρία χρόνια, όπου πρόκοψε σε όλες τις αρετές και τα πνευματικά αγαθά.
Κατόπιν, ο μοναχός Δαμιανός εγκατέλειψε το Άγιο Όρος και πήγε στην περιοχή του Ολύμπου. Εκεί κήρυττε τον λόγο του Θεού, παρακινούσε τους χριστιανούς να μετανοήσουν, να αποφεύγουν τις αδικίες και τις κακίες και τους προέτρεπε να εφαρμόζουν το θέλημα του Θεού. Ο λόγος του, όμως, ενόχλησε κάποιους, οι οποίοι τον κατηγόρησαν ότι είναι λαοπλάνος και ψεύτης. Ο Όσιος δεν έδωσε σημασία στις κατηγορίες αυτές και αναχώρησε για την περιοχή της Λάρισας και του Κισσάβου φτάνοντας μετά στα Άγραφα. Εκεί, στην Καρύτσα Δοπόλων, ίδρυσε τη μονή της Παναγίας Πελεκητής, που ήταν το ιεραποστολικό ορμητήριό του. Ουσιαστικά ανακαίνισε τη μονή που είχε υποστεί μεγάλες καταστροφές και έτσι πέρασε στη συνείδηση του λαού του Θεού ως κτήτορας αυτής. Δυστυχώς, κι εκεί, άνθρωποι δυσσεβείς τον κατηγόρησαν ως λαοπλάνο και ψευδοκαλόγερο. Έτσι, έφυγε και πήγε στον Κίσσαβο, όπου δίπλα στην Ανατολή έχτισε ένα νέο μοναστήρι, προς τιμή του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Πλήθος πιστών τον επισκέπτονταν για να ακούσουν το κήρυγμά του και τις πνευματικές του νουθεσίες.
Πηγαίνοντας κάποια στιγμή στη Βουλγαρινή, σημερινή Έλαφος, στο απέναντι από τον Κίσσαβο βουνό, στο Μαυροβούνι, συνελήφθη από τον Τούρκο διοικητή της Λάρισας με την κατηγορία ότι παρεμπόδιζε την αγοραπωλησία εμπορευμάτων κατά τις Κυριακές και παρακινούσε τους Έλληνες να μένουν σταθεροί στην πίστη τους.
Τον οδήγησαν σε φυλακή στη Λάρισα και τον βασάνισαν δίπλα στον σημερινό ναό του Αγίου Αχιλλίου. Παρότι του έδεσαν τα πόδια και τον τράχηλο με βαριές αλυσίδες και τον απείλησαν για τη ζωή του, αυτός ομολόγησε πίστη στον Χριστό και ο Τούρκος διοικητής, τη 14η Φεβρουαρίου του 1568, πρόσταξε να θανατωθεί δια απαγχονισμού και μετά να ριχθεί στη φωτιά. Ό,τι απέμεινε από το ιερό λείψανό του το έριξαν στον παρακείμενο Πηνειό ποταμό.
*Στην πανήγυρη παρευρέθηκε κόσμος τόσο από το χωριό της Ανατολής, όσο και απ’ την ευρύτερη περιοχή. Επίσης, ο πρόεδρος της Ανατολής Αχιλλέας Καραφέριας, μέλη του Συλλόγου Ανατολιτών «Ιωάννης ο Πρόδρομος» και ο πρόεδρος αυτού Γιάννης Ουλής.
Ο π. Ρίζος Κομήτσας στο κήρυγμά του μίλησε για τη ζωή του Οσίου Δαμιανού, το έργο και το τραγικό τέλος του. Αναφέρθηκε στην ανάγκη συντήρησης των ναών της Ανατολής, ναών που η κατασκευή τους φτάνει πολλούς αιώνες πίσω, και έκανε ιδιαίτερη μνεία στους ανθρώπους του Συλλόγου Ανατολιτών και τους ευχαρίστησε για τις δράσεις, αλλά και τον ζήλο που δείχνουν για την ανάδειξη του τόπου. Τέλος, κάλεσε τους συγχωριανούς του να δείχνουν αγάπη ο ένας προς τον άλλο, να ζητάνε και να δίνουν απλόχερα τη συγχώρεσή τους για να έχουν τις ψυχές τους ήρεμες. Θέλοντας, μάλιστα, να είναι αυτός ο πρώτος που θα δώσει το καλό παράδειγμα, ζήτησε από όλους δημόσια συγγνώμη για την περίπτωση που ίσως κάποια στιγμή αδίκησε ή μίλησε άσχημα για κάποιον.