Όπως αναφέρουν σε ανακοίνωσή τους «η πρόσφατη πυρκαγιά στα Γεράνεια όρη της Κορινθίας, που επεκτάθηκε και στη Δυτική Αττική, ανέδειξε ακόμα μια φορά τις τραγικές ελλείψεις στον τομέα της δασοπροστασίας-πυροπροστασίας, λόγω της πολιτικής υποχρηματοδότησης, υποστελέχωσης του Πυροσβεστικού Σώματος και της Δασικής Υπηρεσίας που έχει την ευθύνη της πρόληψης, σε σύγχρονα και επαρκή μέσα κυρίως στις επίγειες δυνάμεις που έχουν αντικειμενικά το κύριο βάρος της κατάσβεσης, αλλά και των τοπικών αρχών.
Η Θεσσαλία διαθέτει μεγάλο ορεινό και δασικό όγκο, με αρκετούς οικισμούς να βρίσκονται σε τέτοιες περιοχές, που εν δυνάμει μπορεί να βρεθούν αντιμέτωποι με τους κινδύνους πυρκαγιών. Αλλά και στα αστικά κέντρα, στις ΒΙΠΕ, υπάρχουν τέτοιοι κίνδυνοι, λόγω των μεγάλων ελλείψεων στην δασοπροστασία - πυροπροστασία. Οι ελλείψεις σε προσωπικό και υποδομές στο Πυροσβεστικό Σώμασυνεχώς μεγαλώνουν, λόγω των ελάχιστων προσλήψεων και λόγω της μετακίνησης πολλών δυνάμεων τα τελευταία χρόνια για την εξυπηρέτηση επιχειρηματικών συμφερόντων, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τα Πυροσβεστικά Κλιμάκια που έφτιαξε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στα αεροδρόμια που εκμεταλλεύεται η «Fraport» και τους αυτοκινητόδρομους που ελέγχουν ιδιωτικές εταιρείες. Τα πραγματικά κενά πανελλαδικά ανέρχονται σε 4.000 περίπου. Στον Ν. Λάρισας λείπουν 58 υπάλληλοι με βάση τον οργανισμό. Επίσης μεγάλες ελλείψεις υπάρχουν σε μέσα ατομικής προστασίας (φόρμες, στολές και μέσα αντιμετώπισης χημικών ατυχημάτων, ορειβατικός εξοπλισμός), σε υλικοτεχνική υποδομή, σε υδροφόρα πυροσβεστικά οχήματα, (τα «Steyer» είναι 38 χρονών), στη χρηματοδότηση για τη συντήρηση των κτιρίων (Λάρισα, Φάρσαλα, Αγιά) και των οχημάτων, μείωση στις δαπάνες για την προμήθεια καυσίμων, κ.α.
Ο 1ος Π.Σ. που είναι ο μοναδικός εντός της Λάρισας και από τους πρώτους σταθμούς πανελλαδικά σε διαχείριση συμβάντων, παραμένει εδώ και δεκαετίες Β’ τάξης και λόγω των ελλείψεων σε προσωπικό κινδυνεύει να γίνει σταθμός Γ’ τάξης, με ό,τι συνεπάγεται αυτό επιχειρησιακά για την προστασία ενός πληθυσμού 220.000 περίπου κατοίκων.
Το ποσό που δόθηκε φέτος στους Δήμους όλης της χώρας, από τους Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους (ΚΑΠ) για τις ανάγκες της πυροπροστασίας ανέρχεται μόλις σε 16,9 εκατομμύρια ευρώ.
Η Λαϊκή Συσπείρωση Θεσσαλίας, θεωρεί ότι χρειάζεται η περιφέρεια και οι δήμοι, αλλά και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των αγροτών, των εργαζομένων και επαγγελματιών να διεκδικήσουν η δασοπροστασία - πυροπροστασία, όπως και η αντιπλημμυρική και αντισεισμική θωράκιση, που αφορούν την προστασία της ανθρώπινης ζωής, της λαϊκής περιουσίας και του περιβάλλοντος, να μπουν σε προτεραιότητα.
Ζητάμε «άμεση και επαρκή χρηματοδότηση των φορέων δασοπροστασίας-δασοπυρόσβεσης. Να ενισχυθούν τώρα, οι αρμόδιες δυνάμεις πυροπροστασίας με τα αναγκαία μέσα και να εξασφαλισθούν τα απαραίτητα χρήματα για τη βελτίωση των υποδομών, των τεχνικών μέσων και επίγειων, με ενίσχυση και ανανέωση του μηχανολογικού εξοπλισμού της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας σε πυροσβεστικά οχήματα και σύγχρονα πλωτά μέσα στους Πυροσβεστικούς και Λιμενικούς Σταθμούς. Να μπει τέλος στην κατηγοριοποίηση του προσωπικού του Πυροσβεστικού Σώματος σε μόνιμους και συμβασιούχους πυροσβέστες.
Ενιαίο αντιπυρικό σχεδιασμό για κάθε ορεινό όγκο με την ευθύνη των Δασικών Υπηρεσιών και την επικουρική στήριξη των Δήμων και της Περιφέρειας. Να συγκροτηθεί ενιαίος κρατικός φορέας προστασίας της δασικής περιουσίας, με προτεραιότητα τη συγκρότηση και στο επίπεδο της Θεσσαλίας συντονιστικού οργάνου για αποψίλωση, διάνοιξη αντιπυρικών ζωνών, άμεση χρηματοδότηση και ενίσχυση της υποδομής της Δασικής και Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, προσλήψεις μόνιμου προσωπικού με πλήρη εργασιακά δικαιώματα για την κάλυψη των χιλιάδων κενών.
Να μετατραπεί σε δημόσια περιουσία η ιδιοκτησία των μεγάλων ιδιωτικών εκτάσεων και των εκτάσεων της εκκλησίας στα βουνά, τα δάση, δασικές εκτάσεις. Να καταργηθεί ο αντιπεριβαλλοντικός νόμος της Ν.Δ. και όλοι οι δασοκτόνοι νόμοι Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ ΣΥΡΙΖΑ, που αποχαρακτηρίζουν δάση, δασικές εκτάσεις, ακόμη και αναδασωτέες περιοχές και νομιμοποιούν τους καταπατητές και ανοίγουν το δρόμο για επενδύσεις σε δασικές εκτάσεις, ακόμα και σε περιοχές χαρακτηρισμένες ως Νatura».